Arts and the city
Working, talking, thinking,writing, wondering, wandering...
Thursday, January 17, 2019
Wednesday, April 19, 2017
Τα μαύρα γυαλιά
Από τη μέρα που άλλαξα ωράριο, πετυχαίνω στη στάση της γειτονιάς μια κοπέλα που μένει ακριβώς δίπλα μας, και, φυσικά, την παίρνω με το αμάξι, αφού ξέρω ότι πάει στο μετρό, όπως κι εγώ. Έτσι, λοιπόν, ένα από αυτά τα πρωινά, μου είπε την ιστορία…
Η γειτόνισσα, πολλά πρωινά που βγάζει βόλτα το σκύλο, συναντούσε το θείο μου που πήγαιναν για χημειοθεραπεία. Η γειτόνισσα φοράει διαρκώς κάτι τεράστια στρογγυλά γυαλιά ηλίου, και η θεία της έλεγε λέει κάθε φορά, μα τι ωραία γυαλιά.
Την ημέρα λοιπόν της κηδείας, στο δεύτε τελευταίον ασπασμόν, καθώς η γειτόνισσα έσκυψε, της έπεσαν τα γυαλιά από το πέτο, χωρίς να το καταλάβει… εγώ θυμάμαι αμυδρά την ώρα που την κατέβαζαν στη γη να λένε κάποιοι ότι μέσα στο φέρετρο υπήρχαν κάποια γυαλιά, αλλά κανείς δεν έδωσε βάση, ώσπου μου είπε η κοπέλα την ιστορία και το σχόλιο πως, τελικά, έγιναν δικά της για πάντα…
Περί καφέ
Επειδή μου αρέσει ο εσπρέσο, κατά καιρούς κι όποτε το θυμάμαι, αγοράζω στιγμιαίο και φτιάχνω σπίτι, μη φανταστείς, κάνα Σαβ/κο ή σε καμμιά άδεια, αργία κλπ.
Που λες, τελευταία φορά πρέπει να είχα πάρει το καλοκαίρι. Έτσι, λοιπόν, δεν θυμόμουν τι ακριβώς είχα πάρει. Πήγα σούπερ για διάφορα (που μάλλον δεν πήρα, κλασσικά, χαχα) και, φυσικά, χαζεύοντας, πήρα κι ότι να’ ναι, οπότε πήρα και καφέ. Προτίμησα αυτόν που ήταν σε ωραίο μεταλλικό κουτί, και ήταν κι αξιόλογη μάρκα. Μια άλλη μέρα, λοιπόν, βράζω νεράκι, βάζω στην κούπα, ανακατεύω λίγο, όπως πάντα, και πίνω μια γουλιά… μπλιαξ, τον χύνω, είχε κομματάκια. Α, λέω, θα είναι άλλο είδος, θα θέλει βράσιμο σαν τον ελληνικό. (κοιτάζω στο κουτί για οδηγίες, τίποτα) Τον βράζω, μπλιαξ, ίδιο αποτέλεσμα. Σαν να έπινες γαλλικό. Α, να, λέω, θα τον κάνω στην καφετιέρα του γαλλικού, θα κρατήσει το φίλτρο τα κομματάκια. Τον έφερα λοιπόν εδώ, για να μη χαζολογάω σπίτι με καφετιέρες, να τον πίνω πιο συχνά. Οπότε, το πρωί, έφτιαξα εσπρέσο, στην (ατομική μου) καφετιέρα. Ήπια μια γουλιά και τον πέταξα, ένιωσα την καφεϊνη να εκρήγνυται στον εγκέφαλο μου.
Αποτέλεσμα; Παρήγγειλα εσπρεσιέρα. Θα μου έρθει την άλλη βδομάδα.
Υγ. Σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, ο καφές δεν ήταν στιγμής, ήταν για καφετιέρα εσπρέσο. Εγώ πάντως το κατάλαβα σήμερα…
Στις κυλιόμενες
Είμαι στις κυλιόμενες και προσπαθώ, όπως πάντα, να βάλω τη ζακέτα μου (φυσικά πάντα σκάω κ τη βγάζω στο μετρό) κι είμαι με το ένα μανίκι και ψάχνω - πάντα - το δεύτερο (γι' αυτό το κάνω στη δεύτερη σκάλα που δεν έχει πολύ κόσμο - βγαίνω πάντα Αθηνάς κ ποτέ στην πλατεία που γίνεται χαμός - κι αφήνω πάντα καναδυό σκαλιά άδεια μη πετάξω κανέναν κάτω) και που λες, εκεί που ψάχνω, κλασικά, στον αέρα, νιώθω ένα χέρι να μου φοράει το μανίκι!!! ω ουρανοί, γυρνάω και βλέπω έναν μεγάλο κύριο και του λέω ξεκαρδισμένη ωωωω ευχαριστώ, το ψάχνω κάθε μέρα χαχαχα, βέβαια αυτός δεν το βρήκε τόσο αστείο, μάλλον το έκανε από φόβο μη τον σκουντήξω και είπε ναι, ναι, ναι χαχαχα, αλλά σκέφτηκα πόσες φορές έχω σκεφτεί εγώ να το κάνω σε αντίστοιχη περίπτωση που βλέπω κάποιον να παιδεύεται κ δεν το κάνω από φόβο μη γυρίσει και μου πει ο άλλος μη με ακουμπάς ξέρω γω...
Κυριακή στο θέατρο ή Καταραμένο dna
Την Κυριακή πήγαμε θέατρο, κάτι σύνηθες. Να λοιπόν τι συνέβη και με έβαλε σε σκέψεις.
Κατ’ αρχάς, φτάνουμε 40’ νωρίτερα κι έχει ουρά. Μου έκανε εντύπωση αλλά τέλος πάντων. Μετά από κάνα μισάωρο, έρχεται η σειρά μας. Ο ταμίας, ούτε καν με κοιτάει. Λέω καλημέρα. Παύση ενός λεπτού. Γρυλλίζει. Τέλος πάντων. Χαμογελάω. Του λέω έχω μια πρόσκληση και θέλω να πληρώσω άλλο ένα εισιτήριο. Ξεφυσάει και ξινίζει τη μούρη του λες και είπα θέλω να μπω τσάμπα και να φάω και το μεσημεριανό σου φαγητό ας πούμε. Τέλος πάντων, παίρνουμε τα εισιτήρια και μπαίνουμε, του πήρε πάνω από 5’ να μας τα βγάλει. Στην είσοδο είχαν δυο κοπελίτσες κι έβαφαν τα παιδάκια. Η μικρή ήθελε φυσικά. Η μια κοπελίτσα ήταν πάρα πολύ γλυκιά, μιλούσε σε όλα τα παιδάκια, χαμογελούσε κι έκανε δουλειά με τρομερή λεπτομέρεια, σχεδίαζε κι έσβηνε συνέχεια. Λέω αυτή χαίρεται που δουλεύει. Στέκεται η μικρή στην ουρά κι εγώ πήγα αρκετά πιο πέρα και κάθισα. Πέρασε κάμποση ώρα, η μικρή στεκόταν καρτερικά. Λέω τι μου θυμίζει. Έρχεται η σειρά της, χαμογελάει. Εμφανίζεται από το πουθενά ένα κοριτσάκι, λέει μπορώ να έχω μια άγκυρα, της λέει η κοπελίτσα χαμογελαστά «φυσικά», λέει στη δικιά μου «δε σε πειράζει να κάνω πρώτα το κοριτσάκι;» λέει η δικιά μου χαμογελαστά «όχι», και κάνει πίσω. Αυτό επαναλήφθηκε 5-6 φορές. Η μικρή κάθε φορά σήκωνε τους ώμους κι έκανε πίσω χαμογελαστά και στωικά. Τελικά ήρθε η σειρά της, την πήρε η λιγότερο χαμογελαστή κοπελίτσα, τι ρωτάει τι θέλει, λέει η μικρή χαμογελαστά «όλα μου αρέσουν»… ξεκινάει να της κάνει ένα σκυλάκι, δε της βγαίνει, το σβήνει, της λέει κάτσε να σου κάνει η άλλη κοπέλα… σηκώνεται, περιμένει ξανά. Κάθεται τελικά στην άλλη κοπέλα, κι ακούμε τρίτο κουδούνι ότι αρχίζει η παράσταση. Της έκανε ένα βιαστικό δελφινάκι και μπήκαμε χαρούμενες… γιατί στα λέω όλα αυτά; Γιατί όσο την κοιτούσα βουρκωμένη συνειδητοποίησα πως ότι κι αν κάνω, το αναθεματισμένο το dna μου είναι βαθειά ριζωμένο μέσα της, που να πάρει! Βέβαια, προτιμώ να την παραγκωνίζουν και να της κλέβουν τη σειρά, παρά κάτι άλλα κακομαθημένα που χώνονται και λένε «εγώ πρώτη, εγώ πρώτη» ή κάτι μαμάδες που χώνονται οι ίδιες και λένε «εμείς πρώτες, εμείς πρώτες, περιμένουμε μία ώρα» και τέτοια…
Tuesday, April 18, 2017
Ορέστης
OΡΕΣΤΗΣ: (Σηκώνεται όρθιος). Εσείς είστε λοιπόν οι πιστοί μου υπήκοοι; Είμαι ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και βασιλιάς σας, και σήμερα είναι η μέρα της στέψηςμου. (Το πλήθος αιφνιδιάζεται, μουρμουρητά, γρυλίσματα.) Α, τώρα δε φωνάζετε; (Απόλυτη σιωπή.) Με φοβάστε, το ξέρω. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κάθε μέρα που περνούσε, ένας άλλος δολοφόνος στεκόταν μπροστά σας, φορώντας κόκκινα γάντια ώς τους αγκώνες, γάντια από αίμα, αλλά δεν τον φοβόσασταν, γιατί είχατε δει στα μάτια του πως ήταν ένας από σας, πως δεν είχε το θάρρος των πράξεών του. Το έγκλημα που το αποκηρύσσει αυτός που το διέπραξε δεν ανήκει σε κανέναν, έτσι δεν είναι; Δεν είναι καν έγκλημα πια, είναι σχεδόν ατύχημα. Έτσι καλωσορίσατε το δολοφόνο, τον δεχτήκατε σαν βασιλιά σας, κι εκείνο το παλιό, ορφανό έγκλημα άρχισε να τριγυρίζει στους δρόμους της πόλης, γρυλλίζοντας σιγανά, σαν ένα σκυλί που το παράτησε ο αφέντης του. Με βλέπεις, λαέ του Άργους, και καταλαβαίνεις πως το εγκλημά μου μου ανήκει. Βγαίνω στο φως και παίρνω την ευθύνη, το υποστηρίζω θαρραλέα. Το έγκλημά μου είναι ο λόγος που υπάρχω, είναι η πηγή της περηφάνιας μου. Δεν μπορείς ούτε να με τιμωρήσεις, γι’ αυτό ούτε να με λυπηθείς. Και γι’ αυτό με φοβάσαι. Κι όμως, λαέ μου, σε αγαπώ, και τον σκότωσα για σένα. Για σας! Ήρθα να διεκδικήσω το βασίλειό μου, αλλά εσείς με απορρίψατε, γιατί δεν ήμουν ένας από σας. Τώρα όμως είμαι ένας από σας, μας ενώνει δεσμός αίματος, κι αξίζω να γίνω βασιλιάς σας. Οι αμαρτίες σας και οι τύψεις σας, οι εφιάλτες σας, το έγκλημα του Αίγισθου, όλα αυτά είναι δικά μου τώρα, τα παίρνω πάνω μου. Μη φοβάστε πια τους νεκρούς σας, είναι οι δικοί μου νεκροί. Κοιτάξτε: οι πιστές σας μύγες σας έχουν εγκαταλείψει, ήρθαν σε μένα. Αλλά μη φοβάστε, άνθρωποι του Άργους: δε θα καθήσω στο θρόνο του θύματός μου, δε θα πάρω στα αιματοβαμμένα χέρια μου το σκήπτρο του. Ένας θεός μου το πρόσφερε, και είπα όχι. Θέλω να είμαι βασιλιάς χωρίς χώρα και χωρίς υπηκόους. Αντίο, λαέ μου. Προσπαθήστε να ξαναχτίσετε τις ζωές σας. Όλα είναι καινούργια εδώ, όλα πρέπει να αρχίσουν απ’ την αρχή. Και για μένα ξαναρχίζει η ζωή. Μια παράξενη ζωή... Ακούστε κι αυτή την ιστορία: ένα καλοκαίρι, μια επιδρομή αρουραίων βασάνιζε τη Σκύρο. Ήταν μια φριχτή πανούκλα, τα κατέτρωγαν όλα. Οι κάτοικοι είχαν απελπιστεί, νόμιζαν πως είχε έρθει το τέλος τους. Αλλά μια μέρα ήρθε στη Σκύρο ένας αυλητής. Πήγε και στάθηκε στο κέντρο της πόλης, έτσι. (Σηκώνεται.) Άρχισε να παίζει τον αυλό του, και όλοι αρουραίοι μαζεύτηκαν γύρω του. Μετά άρχισε να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές, έτσι (κατεβαίνει από το βωμό), φωνάζοντας στους ανθρώπους της Σκύρου «Κάντε πίσω, ανοίξτε να περάσω». (Το πλήθος κάνει πίσω και του ανοίγει δρόμο.) Και οι αρουραίοι σήκωσαν όλοι το κεφάλι διστάζοντας, όπως κάνουν τώρα οι μύγες. Κοιτάξτε! Κοιτάξτε τις μύγες! Και ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν πίσω του. Κι ο αυλητής κι οι αρουραίοι εξαφανίστηκαν για πάντα. Έτσι. (Φεύγει από την πόρτα, οι Ερινύες ορμούν πίσω του ουρλιάζοντας.)
Tuesday, April 11, 2017
Subscribe to:
Posts (Atom)