Χαρακτηρολογική Ανάλυση
Τα
βασικά πρόσωπα του έργου είναι οι ανδρικοί χαρακτήρες, ο Βάνιας, ο καθηγητής
και ο γιατρός. Οι γυναικείες φιγούρες παρουσιάζονται πιο αδύναμες, αλλά χωρίς
αυτές σίγουρα οι ανδρικοί ρόλου δεν θα μπορούσαν να αναπτύξουν όλο το φάσμα και
το πεδίο της προβληματικής που διαπνέει το έργο. Όλοι περιστρέφονται γύρω από
τον καθηγητή, κι όχι γύρω από τον Βάνια, όπως κανείς θα περίμενε κι από τον
τίτλο. Ακόμη και στην παρουσίαση των χαρακτήρων του έργου, η Ελένα είναι η
σύζυγός του, η Σόνια η κόρη του, η Μαρία η πεθερά του, στοιχείο που υποδηλώνει
την εγωκεντρικότατα της προσωπικότητάς του.
Γενικά όμως οι ήρωες του Τσέχωφ είναι καθημερινοί, και κανένας δεν είναι
απαραίτητα καλός ή κακός. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους δεν εκφράζονται μέσα από
έντονη δράση, αλλά μέσα από τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Αυτές οι
πολύπλοκες σχέσεις ούτε επιλύουν, ούτε αλλάζουν κάτι στη ζωή τους, δείχνουν
όμως τις αντιφάσεις της καθημερινής ζωής. Σύμφωνα με τον Magarshack, τα θέματα του Τσέχωφ είναι το κουράγιο, η ελπίδα και η
καταστροφή της ομορφιάς από αυτούς που δεν την βλέπουν. (Weston 1967: 1276) Τα έργα του δεν έχουν αρχή και τέλος:
στατικότητα, απουσία εξέλιξης, εσωστρεφείς χαρακτήρες, μας οδηγούν στη διαγραφή
κύκλων, στην επανεμφάνιση φραστικών μοτίβων, σε αναδιπλώσεις κι επαναφορές. Ένα
πεδίο δηλαδή που αποτρέπει τις αιφνίδιες ανατροπές. Οι σκηνές κατοικούνται από
αντιήρωες, ταπεινές υπάρξεις, που θα μπορούσαν να μην είναι ασήμαντες εάν δεν
καταποντίζονταν μέσα στην ταπεινή καθημερινότητα, εάν είχαν καταφέρει να
πραγματοποιήσουν κάποια από τα όνειρά τους και να απεγκλωβιστούν έτσι από την αποπνικτική
μετριότητα των καιρών. (Πεφάνης 2009: 150) Παράλληλα «Η δυστυχία τους πηγάζει
από ελαττώματα του χαρακτήρα τους, αλλά και από τις πιέσεις της καθημερινής
ζωής της επαρχίας». (Weston 1967:
1277-78)
«Ο Θείος Βάνιας, ως πρόσωπο, εκφράζει ιδιαίτερα
έντονα μια γενική αίσθηση φθοράς κι αδιεξόδου που διαπερνά όλα τα πρόσωπα του
έργου.» (Βογιάζος 1989: 103) Γενικότερα αποτελεί μια φιγούρα αντιφατική, αφ’
ενός παρουσιάζεται με ρούχα τσαλακωμένα, αφ’ ετέρου φορά γραβάτα. Από τη μία
διατείνεται ότι αν δεν τον καταδίκαζαν σε αυτή τη ζωή θα έφτανε ενδεχομένως
ψηλά, από την άλλη κοιμάται όλη μέρα. Κατηγορεί τον καθηγητή πως με την άφιξή
του η ζωή του εκτροχιάστηκε, κοιμάται τις λάθος ώρες και γενικότερα έχει
επηρεαστεί από την οκνηρία και τους ρυθμούς εκείνου και της συζύγου του. Τα
αισθήματά του ως προς το πρόσωπο του καθηγητή είναι σαφή: τον αποκαλεί
απολίθωμα, αποξηραμένο και αεικίνητη γραφίδα, ενώ τον θεωρεί αχάριστο που δεν
εκτιμά πως ζει στο κτήμα τους, τόσα χρόνια εις βάρος της δικής του σκληρής εργασίας
και της Σόνιας. Τον φθονεί ξεκάθαρα για την αγάπη που εισπράττει από τις
γυναίκες της δικής του ζωής, της αδερφής του, της μάνας του, αλλά και της
Ελένας, οι οποίες θεωρεί ότι όφειλαν να αγαπούν τον ίδιο κι όχι εκείνον, και
δεν βρίσκει λογική εξήγηση για την τυφλή λατρεία τους στο πρόσωπό του. Παρόλο
που κάποτε θαύμαζε το πνεύμα και την επιστημονική του εργασία, ένιωθε περηφάνια
και τον θεωρούσε ιδιοφυΐα, τελικά τον έχει μισήσει γιατί θεωρεί ότι οι
υποτιθέμενες αρετές του καθηγητή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με
αποτέλεσμα να αισθάνεται εξαπατημένος. Όσον αφορά τα αισθήματά του για την
Ελένα, νιώθει γοητευμένος αλλά ταυτόχρονα πιστεύει ότι δεν έχει ελπίδες
ανταπόκρισης, και όπως η ζωή της έτσι και τα αισθήματά του πάνε χαμένα.
Η πιο
δυσλειτουργική σχέση του καθηγητή είναι αυτή με τον εαυτό του, τον οποίο
σιχαίνεται εξαιτίας των γηρατειών του, τον θεωρεί τύραννο κι εγωιστή, αλλά
παράλληλα θεωρεί ότι δικαιούται να συμπεριφέρεται έτσι. Αναφορικά με τα
υπόλοιπα πρόσωπα, κατανοεί την επιθυμία της Έλενας να ζήσει τη νιότη της και
αμφισβητεί τις ικανότητές του γιατρού τον οποίο θεωρεί ανισσόροπο. Όσον αφορά
τον Βάνια, τον θεωρεί φλύαρο και παράφρων σε σημείο που δεν τον αντέχει. Είναι
η δυσλειτουργική διάσταση της προσωπικότητάς του που δημιουργεί δυσλειτουργικές
σχέσεις με όλα τα πρόσωπα. Έτσι «Συμπεριφέρεται παιδιάστικα γιατί νιώθει τόσο
παγιδευμένος από την μετριότητά και το γερασμένο του σώμα, όσο και η οικογένεια
του από την δυστροπία του». (Vineberg 1989: 102)
« Ο
Αστρώφ είναι «μολυσμένος» από την θλιβερή ατμόσφαιρα και το αδιέξοδο της
ρώσικης επαρχίας, πάνω του βαραίνει μια σκιά απαισιοδοξίας, είναι κυνικός, ενώ
έγινε έτσι από περιφρόνηση προς την χυδαιότητα που τον περιβάλλει. Δεν είναι
συναισθηματικός , αλλά άνθρωπος της πράξης που τον εμπνέουν οι ιδέες. Στο τέλος
φεύγει με το δικό του τρόπο, αντιμετωπίζει τη ζωή παλικαρίσια». (Βογιάζος 1989:
103) Γενικότερα, περιφρονεί την μικροαστική, ρώσικη, επαρχιώτικη ζωή. Είναι
λογικός και τα αισθήματά του είναι «στομωμένα», όπως τα χαρακτηρίζει και ο
ίδιος. Ως προς τον καθηγητή, τον θεωρεί
πλήρως απορροφημένο από τα βιβλία και την ποδάγρα του, εγκλωβισμένο δηλαδή στον
εγωισμό του, και τον Βάνια αντίστοιχα αφιερωμένο στην μελαγχολία του. Με τον
τελευταίο όμως μοιράζεται το κοινό αίσθημα της απελπισίας και της χυδαιότητας.
Οι δυο τους απαρτίζουν ένα εκρηκτικό δίδυμο. «Στο τέλος μπορεί ο αδέξιος Βάνιας
να τραβάει τη σκανδάλη, όμως είναι ο νευρικός Αστρώφ που αποτελεί την σφαίρα
και το μπαρούτι». (Remshardt 1999:
197) Για την Ελένα θεωρεί πως διάγει πολύ αργόσχολη ζωή, άρα δεν μπορεί να
είναι αγνή, χρησιμοποιεί γι’ αυτήν χαρακτηρισμούς όπως «νυφίτσα» και
«αρπακτικό», την κατηγορεί πως απολαμβάνει να καταστρέφει τα θύματά της, από
την άλλη όμως γοητεύεται από την ομορφιά και την άδολη και παράξενη
προσωπικότητά της. Ο Αστρώφ τέλος, δεν αγαπά κανένα και εκφράζει τρυφερά
αισθήματα μόνο προς την παραμάνα.
Η Ελένα
απωθείται από την έκφραση των συναισθημάτων του Βάνια προς εκείνη. Γενικότερα
πλήττει και μόνο τον γιατρό βρίσκει ενδιαφέρον, τον θεωρεί σπάνιο και
διαφορετικό από όλους τους άλλους, αποζητά όμως την εκτίμησή του κι όχι τον
θαυμασμό που διεκδικεί από τους υπόλοιπους. Ίσως τον θαυμασμό αυτό να μην τον
διεκδικεί απλά είναι αποτέλεσμα της φυσικής της ομορφιάς γι’ αυτό και τον θεωρεί
απλά δεδομένο. Άλλωστε η Ελένα πλήττει γι’ αυτό και δεν προσπαθεί πραγματικά
για τίποτα. Θυμώνει μάλιστα όταν ο γιατρός της εκφράζει πονηρές προθέσεις.
Παραδέχεται πως αγάπησε τον καθηγητή, όμως χαρακτηρίζει τον έρωτα ψεύτικο γιατί
δεν ερωτεύτηκε τον ίδιο αλλά τη διάσημη εικόνα του. Θεωρεί πως όλες οι σχέσεις
μέσα στο σπίτι είναι δυσλειτουργικές, αφού η πεθερά απεχθάνεται τους πάντες
εκτός του γιατρού, ο καθηγητής φοβάται τον Βάνια, δεν εμπιστεύεται την ίδια και
είναι διαρκώς εκνευρισμένος, η Σόνια είναι θυμωμένη με την ίδια αλλά και τον
πατέρα της και ο Βάνιας περιφρονεί τη μητέρα του και απεχθάνεται τον καθηγητή.
Η
Σόνια, τέλος, συντηρεί μια αδιέξοδη και χωρίς αντίκρισμα λατρεία προς τον
γιατρό, μοιράζεται με τον Βάνια το κοινό αίσθημα δυστυχίας, συμφιλιώνεται με
την Ελένα με την οποία μοιράζονται κοινά αισθήματα δυστυχίας, καθεμιά για τους
δικούς της λόγους, και βρίσκει έτσι μια διέξοδο κι ένα σύμμαχο στα συναισθήματά
της προς το γιατρό. Γενικότερα η ύπαρξή της χαρακτηρίζεται από απελπισία αλλά
και υπομονή, όπως φανερώνει ο τελικός της μονόλογος. Αν και ο καθηγητής και η
Ελένα αποτελούν την κύρια αιτία της μελαγχολίας της, όταν φεύγουν, λυπάται,
ίσως γιατί στην πραγματικότητα δεν θέλει να επιστρέψει στην συμβατική, μονότονη
και χωρίς ενδιαφέρον και εντάσεις ζωή της.
Από το
σύνολο των δυσλειτουργικών αυτών σχέσεων του έργου προκύπτουν συγκρούσεις,
καταπίεση και βάσιμες ή μη κατηγορίες για ψυχικές διαταραχές, μεταξύ των ηρώων.
Άλλωστε το έργο αποτελεί «μια τραγικωμική μελέτη των παράδοξων στα οποία
στρέφονται οι άνθρωποι ως αποζημίωση για τις αμήχανες στιγμές τους- οι
αναπόφευκτες συνέπειες κάποιων μεταξύ τους συναλλαγών». (Vineberg 1989: 101)
Ο
Βάνιας συγκρούεται με τη μητέρα του λόγω της προσκόλλησής της στις ανούσιες «μπροσούρες»
της, και για το ίδιο την κατηγορεί και ο γιατρός. Επίσης, θεωρεί πως σε όλη του τη ζωή
καταπιεζόταν –με δική του βούληση παρ’ αυτά- λόγω του καθηγητή και τελικά δεν
έζησε όπως θα μπορούσε με αποτέλεσμα να συγκρουστεί και μαζί του, κι εν συνεχεία
ο καθηγητής να τον χαρακτηρίσει τρελό γι’ αυτό το υπερβολικό-μολονότι ολότελα
δικαιολογημένο- ξέσπασμα. Η Ελένα
καταπιέζεται φροντίζοντας έναν άνδρα που μόνο την κουράζει πλέον καθώς έχει
απομυθοποιήσει την «διασημότητά» του που είχε αρχικά ερωτευτεί. Η ταπεινή Σόνια
είναι η πλέον καταπιεσμένη, θεωρεί τον εαυτό της εντελώς ασήμαντο, άτυχο στον
έρωτά της προς τον γιατρό, γενικά μάλλον άτυχο, κι έτσι ζει στην παραίτηση και
τη μιζέρια.
Στο τέλος όλοι επιβιώνουν. Η Ελένα συνεχίζει
τη ζωή της έχοντας κατορθώσει να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της παρόλο που
δελεάστηκε περισσότερο από οποιονδήποτε. Ο Αστρώφ επιστρέφει στην κυνική του
φύση. Η Σόνια επίσης επιστρέφει στους
παλιούς της ρυθμούς, με την ίδια πίστη που θα συντηρήσει και τον Βάνια. Οι
σχέσεις μεταξύ τους δεν θα είναι ποτέ
ξανά οι ίδιες μετά την επίσκεψη του ζεύγους, όμως η ζωή θα συνεχιστεί. Το έργο
κλείνει με τον μονόλογό της Σόνιας, κι όχι με του Βάνια ή κάποιου άλλου πιο
«δυνατού» χαρακτήρα, ίσως για να μας δείξει πως κανένας τελικά δεν είναι τόσο
ασήμαντος και ότι τίποτα δεν είναι περιττό στο έργο του Τσέχοφ, όλοι οι
χαρακτήρες καταλαμβάνουν την ιδιαίτερη θέση τους στην εκτύλιξη της πλοκής.
Συμπερασματικά
Στην
Τρίτη πράξη, συναντάμε την κορύφωση του έργου μέσω αλλεπάλληλων διαδοχικών εξελίξεων.
Ενώ η σκηνή ξεκινά ανάλαφρα, με τον Βάνια να σχολιάζει την πλήξη της Ελένα,
αμέσως μετά έχουμε την εξομολόγηση του έρωτα της Σόνια προς τον γιατρό (δραματικό
γεγονός), και, με αυτή την αφορμή, προκύπτει το δέσιμό της με την Ελένα, (δραματικό)
η οποία, όμως, το διαχειρίζεται εσφαλμένα κι έτσι, ομολογώντας το στον Αστρώφ ,
καταλήγει σε φιάσκο, δίνοντας, παράλληλα στον γιατρό την ευκαιρία να
εξομολογηθεί τον δικό του έρωτα προς την ίδια (δραματικό), την ίδια στιγμή που
μπαίνει ο Βάνια (δραματικό) –ενδεχομένως για τον ίδιο σκοπό, μιας που κρατά
λουλούδια - με την μοιραία εξέλιξη να τους αντικρίσει, (δραματικό) οδηγώντας
στην πιο κωμική στιγμή της πράξης, τον γιατρό να σχολιάζει τον καιρό την πιο
κρίσιμη στιγμή που τους έχει συλλάβει στα πράσα ο Βάνια! Στην συνέχεια, ο
καθηγητής κάνει την περίφημη ανακοίνωση, (δραματικό) την οποία αναμένουν από
την αρχή της σκηνής, η οποία και φέρνει την κορύφωση, δηλαδή το ξέσπασμα του
Βάνια, (δραματικό)και τον πυροβολισμό του προς τον καθηγητή, η οποία πράξη
είναι συνάμα τραγική και κωμική, μιας που ενώ θεωρητικά είχε την πρόθεση της
δολοφονίας, τελικά κατέληξε σε άλλο ένα γελοίο φιάσκο… η πιο τραγική στιγμή,
κατά τη γνώμη μου, είναι η στιγμή που η Σόνια λέει στον πατέρα της ότι εκείνη
και ο Βάνια είναι τόσο δυστυχισμένοι και πρέπει να τους συμπονέσει, φράση που
συνοψίζει όλη την τραγικότητα του έργου, κατά την άποψή μου πάντα. Τα μη
δραματικά γεγονότα συνοψίζονται στο νερό που ζητάει ο Βάνια και στην κίνησή του
να σκουπιστεί με το μαντήλι, τα οποία και τα δύο δείχνουν την εσωτερική του
ένταση, καθώς επίσης και η είσοδος του Αστρώφ με τα τοπογραφικά, που διακόπτει
τον ειρμό της Ελένα, αλλά και αυτή του Βάνια με τα λουλούδια την κρίσιμη στιγμή
που τους διακόπτει, που φαντάζει τραγική
και κωμική ταυτόχρονα.
Μια
φαινομενικά ,λοιπόν, ανούσια καθημερινή κωμική σκηνή (όπως ο σχολιασμός του
καιρού από τον Αστρώφ μετά την παρέμβαση του Βάνια) παρεμβάλλεται σε μια
έντονης συναισθηματικής φόρτισης, ενδυναμώνοντάς την (ΟΣΣ3 2015:45).
Το
έργο γενικότερα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψυχογραφικό, μιας που οι εντάσεις
δεν προκύπτουν τόσο μέσα από γεγονότα, όσο μέσα από συναισθήματα και εσωτερικές
σκέψεις και συγκρούσεις μεταξύ των ηρώων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι
εκείνη την εποχή εμφανίστηκε και η ψυχανάλυση. (ΟΣΣ3 2015: 47)
Η
εναλλαγή, επομένως, σημαντικών και μη γεγονότων, συμβάλλει απόλυτα στην
κορύφωση της δράσης, αφού αυτή δεν διαδραματίζεται στην πράξη, αλλά κυρίως
εσωτερικά. Μια εξωτερική δράση, όπως προανέφερα, είναι η εισβολή του Βάνια στο
χώρο εξομολόγησης του έρωτα του Αστρώφ στην Ελένα, αφ’ ενός κωμική όπως
εμφανίζεται κρατώντας τα λουλούδια, κι αφ’ ετέρου τραγική αφού κρύβει άλλον
έναν ανομολόγητο κι αδιέξοδο έρωτα, η οποία δράση θέλει να αποφορτίσει την
ένταση από την απόρριψη της Ελένα προς τον Αστρώφ και να «μειώσει» έτσι την
αξία αυτού ως γεγονός. Άλλη μια εξωτερική δράση στο ίδιο συμβάν είναι το σχόλιο
του γιατρού για τον καιρό, το οποίο επίσης θέλει κωμικά να αποφορτίσει την
ατμόσφαιρα, και να προλειάνει το έδαφος για το επόμενο σημαντικό γεγονός, την
ανακοίνωση του καθηγητή.
Οι
εσωτερικές εντάσεις, δημιουργούνται, και συσσωρεύονται. Συσσωρευμένα και
καταπιεσμένα για καιρό είναι τα συναισθήματα της Σόνια προς τον γιατρό, κι η
ανάγκη για εξομολόγηση και κάθαρση την φέρνει πιο κοντά στην Ελένα, για την
οποία επίσης έχει συσσωρευμένα αρνητικά συναισθήματα. Αντίστοιχα, η Ελένα,
χρησιμοποιεί αυτήν την εξομολόγηση για να φέρει στην επιφάνεια τα αισθήματα του
γιατρού προς εκείνη, κάτι που ο εύστροφος γιατρός αντιλαμβάνεται.
Εσωτερικευμένα είναι εν μέρει και τα συναισθήματα του Βάνια προς την Ελένα,
μιας που προφανώς γι’ αυτό το λόγο εμφανίζεται με λουλούδια, αλλά τα γεγονότα
τον προλαβαίνουν.
Οι
συγκρούσεις δημιουργούνται υπογείως και ξεσπούν ξαφνικά μετά από καιρό με
αφορμή κάποιο γεγονός, σημαντικό ή μη. Ο Βάνια πνίγει για καιρό την απέχθειά
του προς τον καθηγητή και περιμένει την αφορμή να ξεσπάσει, να τον κατηγορήσει
για όλες τις αποτυχίες του, και αυτή η αφορμή του δίνεται με την περίφημη
ανακοίνωση της πώλησης του κτήματος.
Όλο αυτό το ξέσπασμα αλληλοκατηγοριών,
οδηγεί στην δραματική κορύφωση της πράξης, που είναι ο, ηθελημένα ή μη, άστοχος
πυροβολισμός, άλλη μια προσωπική αποτυχία του Βάνια, που προοικονομεί την
τραγική κατάληξη αλλά και το νόημα του έργου, με τη φράση της Σόνιας «πρέπει να
μας συμπονέσεις, πατέρα, είμαστε τόσο δυστυχισμένοι»…
Βιβλιογραφία
- Βογιάζος,
Α. 1989. «Από το στοιχειό του δάσους στο Θείο Βάνια». Πρόγραμμα της
παράστασης Ο θείος Βάνιας του
Α.Τσέχωφ (Αθήνα, θέατρο Η Νέα Σκηνή):80-117.
- Πούχνερ, Β. 2010. Θεωρητικά Θεάτρου: Κριτικές παρατηρήσεις στις θεωρίες του
θεατρικού φαινομένου, Αθήνα : Παπαζήση.
- Τσέχωφ,
Α. 2002. Ο Θείος Βάνιας. μτφρ.
Φιλιπποπούλου, Α. Αθήνα: Το Ροδακιό.
- Remshardt, R. E. 1999. «Uncle Vanya by Anton
Chekhov; Christoph Kolumpus by Paul Claudel; Darius Milhaud; The Dirty
Hands by Jean Paul Sartre», Theatre
Journal (51): 196-200.
- Vineberg, S. 1989. «Uncle Vanya by Anton Chekhov;
David Mamet; Vlada Chernomodik», Theatre
Journal (41): 101-103.
- Weston, J. 1967. «Uncle Vanya: Chekhov’s Vision
of Human Dignity», The English
Journal (56): 1276-1279.