Saturday, December 13, 2014
Tuesday, October 28, 2014
metoikos deconstructed by tasos papastamou
http://www.youtube.com/watch?v=V25VYtWcmrw&feature=youtu.be
Monday, October 20, 2014
Thursday, October 9, 2014
"Κείμενα για το θέατρο", Β. Ε.Μεγιερχόλντ
Οι άνθρωποι είναι παντού υπερβολικά άνθρωποι. Άνθρωποι είναι οι
καλλιτέχνες, άνθρωποι κ το κοινό. Δεν υπάρχει μεγάλη διάσταση ανάμεσα
στους μεν κ τους δε. Κι όμως καλά είναι μονάχα όπου τραβούν μαζί τους οι
μεν τους δε, κι αυτοί αντιστέκονται γιατί φοβούνται τα ιλιγγιώδη ύψη.
Το θέατρο πρέπει να είναι ασκηταριό. Ο ηθοποιός πρέπει πάντα να είναι
αιρετικός. Πάντα διαφορετικός από τους άλλους. Να δημιουργεί μοναχικά κ
να αναφλέγεται στην έκσταση της δημιουργίας μπροστά στα μάτια
όλων. Και ύστερα πάλι στο κελί του! Κελί όχι με την έννοια της
αποξένωσης από την κοινωνία αλλά με την έννοια της ικανότητας του να
ιερουργεί στη δημιουργική δουλειά του. Πρέπει να περιφρονεί τον όχλο, να
προσκυνά ένα νέο θεό σε κάθε πλημμυρίδα κ να τον ξεχνά σε κάθε άμπωτη.
Και να αλλάζει κάθε ώρα το χρώμα του όπως η θάλασσα! Τι ωραία είναι να
κοροϊδεύουμε κατάφατσα τον όχλο όταν δεν μας καταλαβαίνει. Το ασκηταριό
των αιρετικών πρέπει να ανάψει αύριο την πυρά του. Σύντροφοι, πρέπει να
ξέρετε να είστε πιστοί στο θεό σας. Και να ανακαλύπτετε την ομορφιά εκεί
που δεν την βρίσκουν οι άλλοι. "Κείμενα για το θέατρο", Β.
Ε.Μεγιερχόλντ
Wednesday, October 8, 2014
Ν. Καραβάς, "ΘΑ" .
Μόνο το απόγευμα, την ώρα που κοντεύει να βραδιάσει, μερικοί βγάζουν ένα
μικρό αναστεναγμό, κλαίνε, και τα δάκρυά τους στάζουνε χοντρά, μόλις
κυλάνε από τα μάγουλα στερεοποιούνται σ' ένα υλικό σαν κεχριμπάρι,
σκληρό, διαφανές, όμορφο όπως η λύπη των ανθρώπων. Αυτά τα δάκρυα τα
φυλάνε ή τα δίνουν στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ένα μεγάλο δάκρυ με
αφιέρωση είναι σε πολλές περιπτώσεις το καλύτερο δώρο. Μερικοί τα πετάνε
στη θάλασσα και κάνουν μια ευχή, άλλοι λένε οτι τις λύπες πρέπει
να τις σπας και τα κοπανάνε με τη βαριοπούλα μέχρι να γίνουν σκόνη. Αν
κάποιος πεθάνει, χωρίς να αναφέρει που αφήνει τα δάκρυά του, αυτά
περιέρχονται στο κράτος που τα φυλάει στο μεγάλο γυάλινο πύργο των
δακρύων. Οι άνθρωποι και η ίδια η πόλη διαχειρίζονται την λύπη τους σαν
κάτι στέρεο, χειροπιαστό, και αυτό συνιστά μιας πρώτης τάξεως
ψυχοθεραπεία. Ίσως γι' αυτό είναι τ΄σο ισορροπημένοι, τόσο κανονικοί. Ν.
Καραβάς, "ΘΑ" .
Saturday, September 27, 2014
Friday, September 26, 2014
Συμπόσιο του Πλάτωνα
Χτες βράδυ έπιασα να διαβάσω το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Για όσους
δεν το γνωρίζουν να πω ότι το βιβλίο αυτό είναι μια, ας το πούμε,
πραγματεία για τον έρωτα. Το σκηνικό είναι αυτό ενός συμποσίου στην
αρχαία Αθήνα, όπου ο ποιητής Αγάθωνας για να γιορτάσει μια βράβευσή του,
έχει καλέσει κάποιους εξέχοντες άντρες. Οι καλεσμένοι αποφασίζουν να
περάσουν τη βραδιά διαλεκτικά, συζητώντας για τον έρωτα.
Έτσι, ο κάθε καλεσμένος παίρνει το λόγο και εκθέτει τις απόψεις του πάνω στο θέμα αυτό. Ολόκληρο το κείμενο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο λόγος του Αριστοφάνη, που μιλάει προτελευταίος στο Συμπόσιο. Έτσι λοιπόν ξεχώρισα το συγκεκριμένο κομμάτι και το παραθέτω εδώ.
«… υπήρχε λοιπόν τότε το ανδρόγυνο, που και στην εμφάνιση και στο όνομα αποτελούσε συνδυασμό του αρσενικού και του θηλυκού" τώρα όμως δεν υφίσταται πια αλλά το όνομα χρησιμεύει σαν βρισιά. Έπειτα ολόκληρο το σώμα κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλό, έχοντας ολόγυρα τη ράχη και τα πλευρά. Χέρια είχε τέσσερα και πόδια ίσα με τα χέρια, και πρόσωπα δύο πάνω από κυκλικό αυχένα, ολόιδια μεταξύ τους. Κεφάλι ένα πάνω από τα δύο πρόσωπα που βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τα άλλα όπως θα μπορούσε κανείς από αυτά να εικάσει.
Προχωρούσε λοιπόν και όρθιο όπως και τώρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε, αλλά και όταν επιθυμούσε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες, που φέρνοντας τα πόδια επάνω κινούνται κυκλικά, έχοντας τότε οχτώ σκέλη, στηριζόταν σ' αυτά και μετακινούνταν γρήγορα κυκλικά. Και ήταν τρία τα γένη και τέτοια, γιατί το αρσενικό γεννήθηκε αρχικά από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη κι εκείνο που μετείχε και των δύο από τη σελήνη, γιατί και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ήταν δε κυκλικά, και αυτά και η πορεία τους, γιατί ήταν όμοια με τους γονείς τους και ήταν φοβερά ως προς τη δύναμη και τη σωματική τους αντοχή και είχαν πολύ μεγάλη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα και με τους θεούς, και αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και για τον Ώτο, για εκείνους το λέει, το ότι δηλαδή προσπάθησαν να ανεβούν στον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς. Ο Ζευς τότε και οι άλλοι θεοί σκέφτονταν τι πρέπει να τους κάνουν και δεν έβρισκαν λύση, γιατί δεν μπορούσαν ούτε να τους σκοτώσουν και, όπως τους Γίγαντες, να τους κατακεραυνώσουν για να αφανίσουν το γένος τους (γιατί έτσι οι τιμές προς αυτούς και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν), ούτε όμως και να τους αφήσουν να παρεκτρέπονται.
Τέλος ο Ζευς σκέφτηκε κάτι και τους λέει: Μου φαίνεται, είπε, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους, αφού θα έχουν γίνει ασθενέστεροι. Τώρα λοιπόν αυτούς, είπε, θα τους κόψω τον καθένα στη μέση, κι έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ' εμάς, γιατί θα είναι πολυπληθέστεροι. Και θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη. Αν όμως εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι είπε, θα τους κόψω στα. δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν κουτσό. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση, όπως εκείνοι που κόβουν τα μούσμουλα για να τα ξεράνουν, ή όπως εκείνοι που κόβουν τα αβγά με μια τρίχα. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος φρονιμότερος και τον έβαζε να γιατρέψει και τα άλλα. Αυτός λοιπόν του γύριζε το πρόσωπο και, τραβώντας από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά, όπως τα σουρωτά πουγκιά, το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό που λέμε αφαλό. Και τις άλλες ρυτίδες τις πολλές τις λείαινε και διάρθρωνε τα στήθη έχοντας ένα όργανο παρόμοιο μ' εκείνο που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες για να λειαίνουν τις ρυτίδες των δερμάτων γύρω από τα καλαπόδια. Άφησε όμως λίγες, αυτές που βρίσκονται γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να αποτελούν ανάμνηση του παλιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας το καθένα το μισό του, πήγαινε μαζί του. Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω από τον άλλον και αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο, εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να είναι το ήμισυ μιας ολόκληρης γυναίκας (αυτό που τώρα ονομάζουμε γυναίκα), είτε ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά γιατί προηγουμένως τα είχαν κι αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και η γέννηση γινόταν όχι επάνω τους αλλά στη γη, όπως και στα τζιτζίκια. Τα μετέθεσε λοιπόν έτσι αυτά μπροστά και έκανε ώστε μ' αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα, αν τύχει να είναι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος, ή αν είναι άντρας με άντρα, να επέρχεται κορεσμός από τη συνουσία και να υπάρχουν παύσεις, και να στρέφονται στις δουλειές τους και να ασχολούνται με τα διάφορα ζητήματα της ζωής. Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Ο καθένας λοιπόν από μας είναι κομμάτι ανθρώπου, σαν κομμένος από ένα στα δύο, όπως οι γλώσσες τα ψάρια, κι αναζητεί πάντοτε ο καθένας το κομμάτι που του λείπει…»
Ο λόγος του Αριστοφάνη συνεχίζεται για λίγο ακόμα. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει το κείμενο εδώ. Εγώ να πω ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η τοποθέτηση του Αριστοφάνη, που παρουσιάζει τον έρωτα σαν μια εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να ενωθεί με το άλλο του μισό.
Έτσι, ο κάθε καλεσμένος παίρνει το λόγο και εκθέτει τις απόψεις του πάνω στο θέμα αυτό. Ολόκληρο το κείμενο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο λόγος του Αριστοφάνη, που μιλάει προτελευταίος στο Συμπόσιο. Έτσι λοιπόν ξεχώρισα το συγκεκριμένο κομμάτι και το παραθέτω εδώ.
«… υπήρχε λοιπόν τότε το ανδρόγυνο, που και στην εμφάνιση και στο όνομα αποτελούσε συνδυασμό του αρσενικού και του θηλυκού" τώρα όμως δεν υφίσταται πια αλλά το όνομα χρησιμεύει σαν βρισιά. Έπειτα ολόκληρο το σώμα κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλό, έχοντας ολόγυρα τη ράχη και τα πλευρά. Χέρια είχε τέσσερα και πόδια ίσα με τα χέρια, και πρόσωπα δύο πάνω από κυκλικό αυχένα, ολόιδια μεταξύ τους. Κεφάλι ένα πάνω από τα δύο πρόσωπα που βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τα άλλα όπως θα μπορούσε κανείς από αυτά να εικάσει.
Προχωρούσε λοιπόν και όρθιο όπως και τώρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε, αλλά και όταν επιθυμούσε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες, που φέρνοντας τα πόδια επάνω κινούνται κυκλικά, έχοντας τότε οχτώ σκέλη, στηριζόταν σ' αυτά και μετακινούνταν γρήγορα κυκλικά. Και ήταν τρία τα γένη και τέτοια, γιατί το αρσενικό γεννήθηκε αρχικά από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη κι εκείνο που μετείχε και των δύο από τη σελήνη, γιατί και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ήταν δε κυκλικά, και αυτά και η πορεία τους, γιατί ήταν όμοια με τους γονείς τους και ήταν φοβερά ως προς τη δύναμη και τη σωματική τους αντοχή και είχαν πολύ μεγάλη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα και με τους θεούς, και αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και για τον Ώτο, για εκείνους το λέει, το ότι δηλαδή προσπάθησαν να ανεβούν στον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς. Ο Ζευς τότε και οι άλλοι θεοί σκέφτονταν τι πρέπει να τους κάνουν και δεν έβρισκαν λύση, γιατί δεν μπορούσαν ούτε να τους σκοτώσουν και, όπως τους Γίγαντες, να τους κατακεραυνώσουν για να αφανίσουν το γένος τους (γιατί έτσι οι τιμές προς αυτούς και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν), ούτε όμως και να τους αφήσουν να παρεκτρέπονται.
Τέλος ο Ζευς σκέφτηκε κάτι και τους λέει: Μου φαίνεται, είπε, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους, αφού θα έχουν γίνει ασθενέστεροι. Τώρα λοιπόν αυτούς, είπε, θα τους κόψω τον καθένα στη μέση, κι έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ' εμάς, γιατί θα είναι πολυπληθέστεροι. Και θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη. Αν όμως εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι είπε, θα τους κόψω στα. δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν κουτσό. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση, όπως εκείνοι που κόβουν τα μούσμουλα για να τα ξεράνουν, ή όπως εκείνοι που κόβουν τα αβγά με μια τρίχα. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος φρονιμότερος και τον έβαζε να γιατρέψει και τα άλλα. Αυτός λοιπόν του γύριζε το πρόσωπο και, τραβώντας από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά, όπως τα σουρωτά πουγκιά, το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό που λέμε αφαλό. Και τις άλλες ρυτίδες τις πολλές τις λείαινε και διάρθρωνε τα στήθη έχοντας ένα όργανο παρόμοιο μ' εκείνο που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες για να λειαίνουν τις ρυτίδες των δερμάτων γύρω από τα καλαπόδια. Άφησε όμως λίγες, αυτές που βρίσκονται γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να αποτελούν ανάμνηση του παλιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας το καθένα το μισό του, πήγαινε μαζί του. Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω από τον άλλον και αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο, εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να είναι το ήμισυ μιας ολόκληρης γυναίκας (αυτό που τώρα ονομάζουμε γυναίκα), είτε ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά γιατί προηγουμένως τα είχαν κι αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και η γέννηση γινόταν όχι επάνω τους αλλά στη γη, όπως και στα τζιτζίκια. Τα μετέθεσε λοιπόν έτσι αυτά μπροστά και έκανε ώστε μ' αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα, αν τύχει να είναι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος, ή αν είναι άντρας με άντρα, να επέρχεται κορεσμός από τη συνουσία και να υπάρχουν παύσεις, και να στρέφονται στις δουλειές τους και να ασχολούνται με τα διάφορα ζητήματα της ζωής. Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Ο καθένας λοιπόν από μας είναι κομμάτι ανθρώπου, σαν κομμένος από ένα στα δύο, όπως οι γλώσσες τα ψάρια, κι αναζητεί πάντοτε ο καθένας το κομμάτι που του λείπει…»
Ο λόγος του Αριστοφάνη συνεχίζεται για λίγο ακόμα. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει το κείμενο εδώ. Εγώ να πω ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η τοποθέτηση του Αριστοφάνη, που παρουσιάζει τον έρωτα σαν μια εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να ενωθεί με το άλλο του μισό.
Thursday, July 17, 2014
Monday, June 16, 2014
Thursday, June 12, 2014
Η πόλη που μας πλήγωνε.
Πάνω
στη βιασύνη μας να αποκτήσουμε εμπειρίες, φύγαμε μακριά από τα νιάτα μας
προς ένα μέλλον ρυτιδιασμένης απογοήτευσης. Κανένας όμως δεν σταμάτησε
να μας πει οτι θα έπρεπε να ρουφάμε τα πάντα, να σημαδεύουμε τη μνήμη
μας με εικόνες, να γεμίζουμε τις καρδιές μας με συναισθήματα. Γιατί
σύντομα θα ήταν το μόνο που θα μας έμενε.
κι έτσι με πήρε ο ύπνος, με τα λόγια της τυλιγμένα σαν σημείωση μέσα στο μυαλό μου, στο επάνω μέρος ενός ειδικού συρταριού όπου έβαζα όλα εκείνα τα πράγματα που ήθελα υπερβολικά πολύ, τα πράγματα που με πλήγωναν όταν τα κοιτούσα κατάματα.
κι έτσι με πήρε ο ύπνος, με τα λόγια της τυλιγμένα σαν σημείωση μέσα στο μυαλό μου, στο επάνω μέρος ενός ειδικού συρταριού όπου έβαζα όλα εκείνα τα πράγματα που ήθελα υπερβολικά πολύ, τα πράγματα που με πλήγωναν όταν τα κοιτούσα κατάματα.
Tuesday, May 27, 2014
Friday, May 16, 2014
Wednesday, May 7, 2014
Sunday, April 27, 2014
«Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν»:
Στο έργο αυτό του Μπρεχτ, τρεις θεοί
έρχονται στη γη, αναζητώντας ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν σε
αρμονία με τη θεία θέληση. Ωστόσο, συναντούν μόνο ανθρώπους άπληστους,
κακούς, ανέντιμους και εγωιστές. Η μόνη που δέχεται να φιλοξενήσει τις
τρεις θεότητες είναι η φτωχή πόρνη Shen Teh. Για να την ανταμείψουν, οι
τρεις θεότητες τής δίνουν χρήματα, για να ανοίξει
καπνοπωλείο, θέλοντας ταυτόχρονα να διαπιστώσουν αν η κοπέλα θα
διαφθαρεί από τη (σχετική) ευμάρεια. Το μαγαζί της σύντομα μετατρέπεται
σε καταφύγιο για τους απόρους, οπότε η Σεν Τε μεταμφιέζεται σε άντρα
(τον υποτιθέμενο ξάδερφό της Σούι Τα) και τους διατάζει να φύγουν.
Σταδιακά, η ευαίσθητη και συμπονετική Σεν Τε καταλήγει να φοράει όλο και
πιο συχνά το προσωπείο του σκληρού Σούι Τα, για να αντιμετωπίσει τις
δυσκολίες της πραγματικής ζωής. Πολύ σύντομα, ο «Σούι Τα», δηλαδή η
μεταμφιεσμένη Σεν Τε, μεταμορφώνει το ταπεινό καπνοπωλείο σε μεγάλη
καπνοβιομηχανία με πολλούς υπαλλήλους. Κάποτε όμως ένας από τους
υπαλλήλους ακούει τη Σεν Τε να κλαίει, μπαίνει στο δωμάτιό της να δει τι
συμβαίνει, αλλά βλέπει εκεί τον Σούι Τα και συμπεραίνει ότι αυτός
εξαφάνισε ή ίσως και σκότωσε την «ξαδέρφη» του. Γίνεται δίκη με δικαστές
τις τρεις θεότητες, και η Σεν Τε τούς θέτει ενώπιον των ευθυνών τους:
με τη φαινομενικά καλοκάγαθη παρέμβασή τους δημιούργησαν για τη Σεν Τε
συνθήκες, από τις οποίες η ίδια ήταν αδύνατον να ξεφύγει· ωστόσο,
απέφυγαν να παρέμβουν περαιτέρω, για να την προστατέψουν από τις
συνέπειες της προηγούμενης «αγαθοεργίας» τους. Το έργο δεν προσφέρει
λύση στο δίλημμα αυτό: η ευθύνη μετατίθεται στο ακροατήριο, όπως συχνά
συμβαίνει στο έργο του Μπρεχτ. Το ερώτημα παραμένει: πώς μπορεί ένας
βασικά καλός άνθρωπος να διατηρήσει την καλοσύνη του σε έναν μοχθηρό
κόσμο; Η υπονοούμενη απάντηση, βεβαίως, είναι ότι αυτό μπορεί να
επιτευχθεί μόνο με ριζική κοινωνική αλλαγή.
«Το Le malentendu…»:
Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο εύπορος Jan, που
αποφασίζει έπειτα από χρόνια να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του.
Επιστρέφει λοιπόν στο πανδοχείο της μητέρας του, στο χωριό όπου
γεννήθηκε. Δεν ξέρει όμως πώς να φανερωθεί στους δικούς του κι έτσι
καταλύει στο πανδοχείο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Η σύντροφός
του, η Μαρία, επιχειρεί να τον μεταπείσει, καθώς διακατέχεται
από μιαν αόριστη ανησυχία, αλλά εκείνος αδιαφορεί. Όπως αποδεικνύεται,
οι ανησυχίες της Μαρίας δεν είναι αστήριχτες: η μητέρα και η αδελφή του
Jan σκοτώνουν τους πελάτες τους στον ύπνο τους, για να τους κλέψουν τα
υπάρχοντα και να καταφέρουν έτσι κάποια μέρα να φύγουν από το μίζερο
χωριό τους. Ο Jan, μην έχοντας φανερώσει ποιος είναι, πέφτει τελικά θύμα
της μάνας του και της αδελφής του.
Friday, April 25, 2014
Ο Πύραμος και η Θίσβη
Ο Πύραμος και η Θίσβη, νεαροί εραστές, συμφώνησαν να συναντηθούν σε μια
εξοχική τοποθεσία. Η Θίσβη έφτασε πρώτη, αλλά συνάντησε μια λέαινα με το
στόμα ματωμένο από ένα θήραμα που μόλις είχε καταβροχθίσει· έφυγε
τρομαγμένη, αλλά της έπεσε ο πέπλος της, που τον έπιασε κατά τύχη στα
ματωμένα δόντια της η λέαινα. Όταν φτάνει και ο Πύραμος, βλέπει τον
ματωμένο πέπλο, νομίζει ότι η Θίσβη είναι νεκρή και αυτοκτονεί. Η Θίσβη
επιστρέφει μετά από λίγο, βρίσκει το πτώμα του Πύραμου και αυτοκτονεί με
το σπαθί του νεκρού αγαπημένου της.
Camus
«Ανάμεσα
στο στρώμα και την τάβλα του κρεβατιού, βρήκα ένα μικρό κομμάτι
εφημερίδας, σχεδόν κολλημένο στο ύφασμα, κιτρινισμένο και διάφανο. Η
αρχή του άρθρου είχε χαθεί. Αναφερόταν σε ένα ιδιαίτερο γεγονός το οποίο
πρέπει να είχε συμβεί στην Τσεχοσλοβακία. Ένας άνδρας έφυγε από ένα
χωριό της Τσεχίας για να βρει την τύχη του. Μετά από 25 χρόνια
επιστρέφει, πλούσιος, παντρεμένος και με ένα παιδί. Η μητέρα
του και η αδελφή του συντηρούσαν ένα πανδοχείο στο πατρικό χωριό του.
Για να τους κάνει έκπληξη, άφησε τη γυναίκα του και το παιδί του σε
κάποιο άλλο κατάλυμα, και πήγε στη μητέρα του , η οποία δεν τον
αναγνώρισε, Συνεχίζοντας το αστείο, είχε την ιδέα να κλείσει ένα
δωμάτιο. Έδειξε τα χρήματα του. Τη νύχτα, η μητέρα του και η αδελφή του
τον δολοφόνησαν, χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον λήστεψαν, και πέταξαν
το πτώμα του στο ποτάμι. Το επόμενο πρωί, η γυναίκα του τυχαία
αποκαλύπτει την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Η μητέρα κρεμάστηκε, η κόρη
έπεσε στο πηγάδι. Διάβασα αυτή την ιστορία χιλιάδες φορές. Από τη μια
μου φαινόταν απίστευτη, από την άλλη εντελώς φυσιολογική. Από κάθε άποψη
μου φαινόταν ότι του άξιζε ένα τέτοιο τέλος και ότι στη ζωή δεν πρέπει
να παίζουμε ποτέ.»
ΔΙΑΣ: Ορέστη!
ΔΙΑΣ:
Ορέστη! Εγώ σε έπλασα, όπως έπλασα τα πάντα. Κοίταξε: (Οι τοίχοι του
ναού ανοίγουν. Εμφανίζεται ο ουρανός, γεμάτος αστέρια που στριφογυρίζουν
ακολουθώντας την πορεία τους. Ο Δίας είναι στο βάθος της σκηνής. Η φωνή
του έχει γίνει τεράστια—με μικρόφωνο—αλλά σχεδόν δεν τον βλέπουμε.)
Κοίταξε τους πλανήτες που ακολουθούν την πορεία τους με τάξη, χωρίς ποτέ
να ξεφεύγουν, χωρίς ποτέ να συγκρούονται.
Εγώ καθόρισα την πορεία τους, σύμφωνα με τους νόμους της δικαιοσύνης.
Άκουσε την αρμονία των σφαιρών, αυτό τον απέραντο, πέτρινο ύμνο που
αντηχεί στις τέσσερις γωνίες του σύμπαντος. (Ακούγεται μελωδία.) Με τη
δική μου χάρη διαιωνίζονται τα είδη. Δικό μου θέλημα ο άνθρωπος να
γεννάει άνθρωπο, και το παιδί του σκύλου να είναι σκύλος, με τη δική μου
δύναμη η απαλή γλώσσα της παλίρροιας γλείφει την άμμο και αποτραβιέται
την καθορισμένη ώρα, εγώ κάνω τα φυτά να μεγαλώνουν, και η δικιά μου
ανάσα στέλνει τα κίτρινα σύννεφα της γύρης να σκορπιστούν στη γη. Δεν
είσαι σπίτι σου, εισβολέα! Είσαι ένα ξένο σώμα σ’ αυτό τον κόσμο, σαν
ένα αγκάθι που τρυπάει το δέρμα, σαν ένας λαθροθήρας μέσα στο δάσος του
αφέντη του. Γιατί ο κόσμος αυτός είναι καλός. Τον δημιούργησα σύμφωνα με
το θέλημά μου και εγώ είμαι το Καλό. Αλλά εσύ διέπραξες το κακό, κάθε
κομμάτι αυτού του κόσμου το φωνάζει, με πέτρινη φωνή. Γιατί το Καλό
είναι παντού, είναι η γλύκα του φρούτου, είναι η δροσιά της πηγής, είναι
ο κόκκος της άμμου, είναι το βάρος της πέτρας. Ναι, θα το βρεις μέχρι
και στη φύση της φωτιάς και του φωτός. Ακόμα και το ίδιο σου το σώμα σε
προδίδει, γιατί υπακούει κι αυτό αναγκαστικά στους νόμους μου. Το Καλό
είναι μέσα σου, είναι γύρω σου. Σε διαπερνά σαν δρεπάνι, σε συνθλίβει
σαν βουνό, σε παίρνει και σε φέρνει σαν αγριεμένη θάλασσα. Το Καλό
επέτρεψε να γίνει η αποτρόπαιη πράξη σου, γιατί βρισκόταν μέσα στη λάμψη
των πυρσών, μέσα στην κόψη του σπαθιού σου, μέσα στη δύναμη του χεριού
σου. Ενώ το Κακό, που σε κάνει τόσο περήφανο, αυτό που διαλαλείς ότι
διέπραξες, δεν είναι τίποτα παρά μια σκιά της ύπαρξης, μια ψευδαίσθηση,
ένα απατηλό καθρέφτισμα, που δε θα υπήρχε καν χωρίς το Καλό. Βρες τον
πραγματικό εαυτό σου Ορέστη. Το σύμπαν είναι εναντίον σου, και δεν είσαι
παρά ένα παράσιτο μέσα στο σύμπαν. Ξαναγύρνα στη φύση, γιε του
αφύσικου: αναγνώρισε το λάθος σου, μίσησέ το, ξερίζωσέ το από πάνω σου
σαν ένα σάπιο, βρομερό δόντι. Αλλιώς, ζήσε με το φόβο ότι η θάλασσα θα
αποτραβιέται μπροστά σου, οι πηγές θα στερεύουν στο πέρασμά σου, στο
μονοπάτι σου οι πέτρες και τα βράχια θα κυλούν μακριά όταν πλησιάζεις, η
γη που πατάς θα θρυμματίζεται κάτω από τα πέλματά σου.
Sartre- Les Mouches
OΡΕΣΤΗΣ:
(Σηκώνεται όρθιος). Εσείς είστε λοιπόν οι πιστοί μου υπήκοοι; Είμαι ο
Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και βασιλιάς σας, και σήμερα είναι η μέρα
της στέψης μου. (Το πλήθος αιφνιδιάζεται, μουρμουρητά, γρυλίσματα.) Α,
τώρα δε φωνάζετε; (Απόλυτη σιωπή.) Με φοβάστε, το ξέρω. Εδώ και
δεκαπέντε χρόνια, κάθε μέρα που περνούσε, ένας άλλος δολοφόνος στεκόταν
μπροστά σας, φορώντας κόκκινα γάντια ώς τους
αγκώνες, γάντια από αίμα, αλλά δεν τον φοβόσασταν, γιατί είχατε δει στα
μάτια του πως ήταν ένας από σας, πως δεν είχε το θάρρος των πράξεών
του. Το έγκλημα που το αποκηρύσσει αυτός που το διέπραξε δεν ανήκει σε
κανέναν, έτσι δεν είναι; Δεν είναι καν έγκλημα πια, είναι σχεδόν
ατύχημα. Έτσι καλωσορίσατε το δολοφόνο, τον δεχτήκατε σαν βασιλιά σας,
κι εκείνο το παλιό, ορφανό έγκλημα άρχισε να τριγυρίζει στους δρόμους
της πόλης, γρυλλίζοντας σιγανά, σαν ένα σκυλί που το παράτησε ο αφέντης
του. Με βλέπεις, λαέ του Άργους, και καταλαβαίνεις πως το εγκλημά μου
μου ανήκει. Βγαίνω στο φως και παίρνω την ευθύνη, το υποστηρίζω
θαρραλέα. Το έγκλημά μου είναι ο λόγος που υπάρχω, είναι η πηγή της
περηφάνιας μου. Δεν μπορείς ούτε να με τιμωρήσεις, γι’ αυτό ούτε να με
λυπηθείς. Και γι’ αυτό με φοβάσαι. Κι όμως, λαέ μου, σε αγαπώ, και τον
σκότωσα για σένα. Για σας! Ήρθα να διεκδικήσω το βασίλειό μου, αλλά
εσείς με απορρίψατε, γιατί δεν ήμουν ένας από σας. Τώρα όμως είμαι ένας
από σας, μας ενώνει δεσμός αίματος, κι αξίζω να γίνω βασιλιάς σας. Οι
αμαρτίες σας και οι τύψεις σας, οι εφιάλτες σας, το έγκλημα του
Αίγισθου, όλα αυτά είναι δικά μου τώρα, τα παίρνω πάνω μου. Μη φοβάστε
πια τους νεκρούς σας, είναι οι δικοί μου νεκροί. Κοιτάξτε: οι πιστές σας
μύγες σας έχουν εγκαταλείψει, ήρθαν σε μένα. Αλλά μη φοβάστε, άνθρωποι
του Άργους: δε θα καθήσω στο θρόνο του θύματός μου, δε θα πάρω στα
αιματοβαμμένα χέρια μου το σκήπτρο του. Ένας θεός μου το πρόσφερε, και
είπα όχι. Θέλω να είμαι βασιλιάς χωρίς χώρα και χωρίς υπηκόους. Αντίο,
λαέ μου. Προσπαθήστε να ξαναχτίσετε τις ζωές σας. Όλα είναι καινούργια
εδώ, όλα πρέπει να αρχίσουν απ’ την αρχή. Και για μένα ξαναρχίζει η ζωή.
Μια παράξενη ζωή... Ακούστε κι αυτή την ιστορία: ένα καλοκαίρι, μια
επιδρομή αρουραίων βασάνιζε τη Σκύρο. Ήταν μια φριχτή πανούκλα, τα
κατέτρωγαν όλα. Οι κάτοικοι είχαν απελπιστεί, νόμιζαν πως είχε έρθει το
τέλος τους. Αλλά μια μέρα ήρθε στη Σκύρο ένας αυλητής. Πήγε και στάθηκε
στο κέντρο της πόλης, έτσι. (Σηκώνεται.) Άρχισε να παίζει τον αυλό του,
και όλοι αρουραίοι μαζεύτηκαν γύρω του. Μετά άρχισε να περπατάει με
μεγάλες δρασκελιές, έτσι (κατεβαίνει από το βωμό), φωνάζοντας στους
ανθρώπους της Σκύρου «Κάντε πίσω, ανοίξτε να περάσω». (Το πλήθος κάνει
πίσω και του ανοίγει δρόμο.) Και οι αρουραίοι σήκωσαν όλοι το κεφάλι
διστάζοντας, όπως κάνουν τώρα οι μύγες. Κοιτάξτε! Κοιτάξτε τις μύγες!
Και ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν πίσω του. Κι ο αυλητής κι οι αρουραίοι
εξαφανίστηκαν για πάντα. Έτσι. (Φεύγει από την πόρτα, οι Ερινύες ορμούν
πίσω του ουρλιάζοντας.)
Wednesday, April 23, 2014
Sunday, April 6, 2014
Saturday, March 15, 2014
Μη με λησμονεί...
Όταν αυτός ο τόσο
αγαπητός μου άνθρωπος, φίλος ή πατέρας ας τολμήσω να τον χαρακτηρίσω, μου
ζήτησε να γράψω κάτι, πλήθος σκέψεων με κυρίευσαν: τι έχω να πω εγώ; Και άντε,
για μια φορά κάτι θα σκαρφιστείς, πάντοτε μου άρεσε να γράφω, αλλά με τι
θεματολογία; Και να λοιπόν, που την ίδια κιόλας ημέρα που θα μου το ανέφερε
ξανά, η απάντηση θα ερχόταν, όπως πάντοτε, από μόνη της…
Πλησίαζε λοιπόν η
ώρα δέκα το βράδυ, είχαμε μόλις βάλει το παιδί για ύπνο, και επιτέλους είχε
φτάσει η άγια τούτη ώρα της ημέρας, αυτή της χαλάρωσης: καθείς λοιπόν στο χόμπι
του, τηλεόραση, υπολογιστής και τα συναφή. Ξάφνου, παρά το ημίφως που κυριαρχεί
την ώρα τούτη στο σπίτι για ευνόητους λόγους, αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να έκλεισε
κάποια συσκευή. Σηκώνομαι και πράγματι δεν υπάρχει ρεύμα, και, παράλληλα, μυρίζει,
ανεπαίσθητα, καμένο πλαστικό… βρίσκω τον άντρα μου στην τουαλέτα, στο ημίφως
λόγω ώρας, και του λέω μην καθυστερείς, έπεσε η ασφάλεια μάλλον ή έχουμε
διακοπή… κι επιστρέφω στον δωμάτιό μου, καθώς η άτιμη τεχνολογία δεν χρειάζεται
ρεύμα για να λειτουργήσει, για λιγοστά όμως μονάχα δευτερόλεπτα, ώσπου να
ακούσω τον άντρα μου να φωνάζει «τρέξε, φωτιά»…
Τα λεπτά που ακολούθησαν,
μόνο κινηματογραφικά θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω: τρέχω στο δωμάτιο του
παιδιού, για να αντικρίσω το άλλοτε παιδικό μου γραφείο να κατατρώγεται από
φλόγες, καπνός παντού, ο άντρας μου να παλεύει με κάτι και το παιδί σκεπασμένο
στο κρεβάτι (στιγμιαία σκέψη: άραγε απλά κοιμάται;;)
Θυμάμαι πως μπαίνοντας
κρατούσα τον φακό τον οποίο είχα πάρει στα χέρια μου πολύ νωρίτερα –το μόνο που
φώτιζε ήταν οι φλόγες πλέον- αλλά δεν έχω ιδέα τι απέγινε. Μετά από κάποιο αδικαιολόγητο
δισταγμό –μήπως θα μπορούσε να συνεχίσει να κοιμάται;;- άρπαξα το παιδί, το
οποίο δεν ξύπνησε αμέσως, κι έτρεξα στο σαλόνι, βλέπω στο βάθος τις φλόγες, ο
καπνός πυκνώνει, κρατώ το παιδί, κάτι μουρμουρίζει, προσπαθώ να ανοίξω την
πόρτα, είναι κλειδωμένη, που είναι τα κλειδιά… δεν έχω ιδέα, δεν υπάρχει
χρόνος, η σωτηρία δεν είναι στην πόρτα πλέον, ο καπνός πυκνώνει, τα παράθυρα,
το μπαλκόνι… είναι όλα κλειστά, χρειάζομαι δύο χέρια, να γυρίσω τη μανιβέλα, να
σηκωθεί το ρολό, αέρα, χρειάζομαι αέρα… αφήνω το παιδί, ουρλιάζω μην κουνηθείς,
μην πας στη φωτιά, μην κουνηθείς καθόλου… ανοίγω παράθυρα, σηκώνω ρολά, μυρωδιά
καμένου πλαστικού ολούθε, καπνός, από κάπου στο βάθος ακούω το παιδί να
μουρμουρίζει, η φωτιά μαμά, η φωτιά… άραγε αυτή απομακρύνθηκε ή εγώ; Τα παράθυρα
έχουν ανοίξει, η φωτιά έχει σβήσει, η κάπνα αποπνικτική. Γρήγορες σκέψεις, το
παιδί πρέπει να ησυχάσει, να κοιμηθεί κάπου, μετά βλέπουμε εμείς. Την παίρνω
στο δωμάτιό μας, κλείνω πόρτα, ανοιχτά παράθυρα, ξαπλώνουμε, κουκουλωνόμαστε, είμαστε
όλοι ζωντανοί, όλα καλά…
Η κινηματογραφικότητα
των γεγονότων έγκειται στο γεγονός ότι τις κρίσιμες στιγμές επικρατούσε ο –αδικαιολόγητος-
πανικός που διακατέχει τους εκάστοτε ήρωες κινηματογραφικών ταινιών:
περιφέρονται άσκοπα μέσα στο χώρο, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, κάνουν
ανούσιες κινήσεις ενώ κατευθύνονται πάντα προς το λάθος σημείο –εκεί που
βρίσκεται ο δολοφόνος- χωρίς να βλέπουν ας πούμε μπροστά τους την ανοιχτή πόρτα…
Η υπόλοιπη νύχτα
κύλησε με φρικιαστικές σκέψεις και σενάρια, μήπως το παιδί έχει εισπνεύσει κάτι
που δεν έπρεπε, μήπως το βραχυκύκλωμα «τρέχει» ακόμη μέσα στους τοίχους και
ξάφνου συμβεί η μοιραία έκρηξη (μολονότι το σπίτι μας δεν αποτελεί χώρο φύλαξης
εκρηκτικών ή άλλων εύφλεκτων υλών) και τι θα γινόταν αν αυτό είχε συμβεί λίγο
αργότερα και βρισκόμασταν άπαντες σε βαθύ ύπνο, και αμέτρητες άλλες ζοφερές
εικόνες.
Την επόμενη μέρα
εξελίχθηκαν τα διαδικαστικά με ηλεκτρολόγους κι επισκέψεις και τηλεφωνήματα σε
αντιπροσωπείες(των άλλοτε) ηλεκτρικών συσκευών (μας) κλπ όπου το πόρισμα ήταν
πιθανή υπερφόρτωση ή/και ελαττωματικό ή/και, κατά πάσα πιθανότητα, κινέζικο
πολύμπριζο, στο οποίο ήταν τοποθετημένος, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικός θερμοπομπός,
στην προσπάθεια θέρμανσης την εποχή της οικονομικής κρίσης…
Κάπως έτσι,
λαμβάνουν χώρα τα ατυχήματα που ακούς καθημερινά στα ειδησεογραφικά δελτία και
λες ομολογουμένως, μα καλά, πως κάηκε ολόκληρη οικογένεια, δεν μύρισαν τον
καπνό; Όχι, δεν τον μύρισαν. Ούτε την φωτιά αισθάνθηκαν όταν ένιωθαν την απαλή
ζεστασιά να τους πλημυρίζει στον γλυκό ύπνο έπειτα από άλλη μια ημέρα βιοπάλης.
Ή, ακόμη κι αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να δουν μέσα στον πυκνό καπνό που
δημιουργείται σε ένα μόλις λεπτό…
Γι’ αυτό, την
επόμενη φορά που θα σκεφτείς ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ σε εμένα, να ξέρεις,
πως εσύ θα είσαι ο επόμενος που θα συμβεί.
Τα συναισθήματα
δεν μπορώ να τα παρομοιάσω ούτε με όταν ήρθα αντιμέτωπη με την διάρρηξη του
σπιτιού. Ούτε με όταν έμαθα τον πυροβολισμό του πατέρα μου, ανήμερα της Παναγίας
της Μυρτιδιώτισσας, δίπλα στο μοναστήρι της στο νησί. Ούτε με την ανακοίνωση θανάτων
και ασθενειών πολύ προσφιλών προσώπων. Το μόνο πλέον αδιαμφισβήτητο είναι πως,
κάποιος, κάπου εκεί ψηλά, μας έχει στο νου του. Και πως όλα τούτα που εμείς
νομίζουμε κακά, στραβά και βάσανα, δεν είναι άλλο παρά δοκιμασίες, που εκ των
πραγμάτων μπορούμε να αντέξουμε, απλά δεν το γνωρίζουμε ως τότε, για να μας θυμίσουν
κάτι που έχουμε λησμονήσει, την αξία ενδεχομένως κάποιων απλών πραγμάτων, τα οποία
μόνον έτσι μπορούμε να εκτιμήσουμε, κι έτσι να μπορέσουμε την επόμενη φορά να
πούμε δόξα το Θεό. Κι ότι κι αν είναι εκείνο που έρχεται, είναι πάντοτε για
καλό, κι ας μην το φανερώνει αμέσως. Αρκεί να έχουμε την υπομονή για να το
δούμε. Και θα το δούμε.
Saturday, January 18, 2014
Saturday, January 11, 2014
Θείος Βάνιας
"Τι να κάνουμε, πρέπει να ζήσουμε. Θα ζήσουμε, θείε Βάνια. Θα ζήσουμε
μέρες ατέλειωτες στη σειρά, αμέτρητα βράδια. Θ' αντέξουμε καρτερικά τα
βάσανα που θα μας στείλει η μοίρα. Θα παλεύουμε για τους άλλους, και
τώρα κ στα γεράματά μας, χωρίς αναπαμό, κι όταν έρθει η ώρα μας θα
πεθάνουμε υπάκουα, κι εκεί, απ' τον τάφο, θα πούμε πως πονέσαμε, πως
κλάψαμε, πως πικραθήκαμε, κι ο θεός θα μας λυπηθεί, και τότε θείε μου
καλέ, θα δούμε οι δυό μας μια ζωή όλο φως, πανέμορφη, γεμάτη αρμονία,
και η ψυχή μας θ' αναγαλλιάσει, και θα θυμόμαστε τις τωρινές μας
δυστυχίες με συγκίνηση, με χαμόγελο- και θα ξεκουραστούμε. Το πιστεύω
θείε, το πιστεύω ολόψυχα, ολόθερμα...Θα ξεκουραστούμε! Θ'ακούσουμε τους
αγγέλους, θα δούμε τον ουρανό διαμαντοστολισμένο, θα δούμε όλα τα κακά
της γης, όλα τα βάσανά μας, να χάνονται μέσα στο έλεος που θα
πλημμυρίσει όλον τον κόσμο, και η ζωή μας θα' ναι ήσυχη, τρυφερή κ
γλυκειά σαν χάδι. Το πιστεύω, το πιστεύω...Φτωχέ, φτωχέ μου θείε Βάνια,
κλαις...Δεν είδες χαρά στη ζωή σου, μα περίμενε θείε Βάνια, περίμενε
λίγο...θα ξεκουραστούμε...θα ξεκουραστούμε!"
Friday, January 3, 2014
humour...
v Ο όρος humour, «χυμός», δηλώνει ένα από τα τέσσερα
βασικά σωματικά υγρά («χυμούς»), τα οποία σύμφωνα με τη μεσαιωνική και
αναγεννησιακή ιατρική συγκροτούσαν τον ανθρώπινο οργανισμό. Η θεωρία των χυμών
κατάγεται ήδη από την ιατρική της αρχαιότητας (τις ιπποκρατικές συγγραφές και
τα συγγράμματα του Γαληνού) και δεν ξεπεράστηκε παρά τον 19ο αιώνα
με τις αλματώδεις προόδους της ιατρικής επιστήμης. Οι τέσσερεις βασικοί χυμοί
του ανθρώπινου σώματος είναι το αίμα, το φλέγμα (σάλιο), η χολή και η μέλαινα
χολή. Η υγεία του ανθρώπινου οργανισμού εξασφαλιζόταν, υποτίθεται, από την
ισορροπία (ευκρασία) των τεσσάρων
χυμών· τυχόν περίσσεια ενός χυμού δημιουργούσε ανισορροπία (δυσκρασία), η οποία θεωρούνταν αιτία
όλων των ασθενειών. Η περίσσεια αίματος (δηλαδή του θερμού και υγρού
στοιχείου), για παράδειγμα, δημιουργούσε τον αιματώδη τύπο ανθρώπου, που
χαρακτηρίζεται από ηδονισμό, κοινωνικό χάρισμα, φιλικό χαρακτήρα,
δημιουργικότητα, αυτοπεποίθηση κτλ. Η περίσσεια χολής (δηλαδή του θερμού και
ξηρού στοιχείου) δημιουργούσε τον χολερικό τύπο ανθρώπου, που χαρακτηρίζεται
από φιλοπρωτία, φιλοδοξία, επιθετικότητα, καθώς και παλινδρόμηση ανάμεσα σε
ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Η περίσσεια μέλαινας χολής (δηλαδή του
ψυχρού και ξηρού στοιχείου) οδηγούσε στον μελαγχολικό τύπο, που είναι
εσωστρεφής, στοχαστικός, αγχώδης, τελειομανής και ιδιαίτερα επιρρεπής σε
καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Τέλος, η περίσσεια φλέγματος (δηλαδή του ψυχρού
και υγρού στοιχείου) οδηγούσε στον φλεγματικό τύπο ανθρώπου, που διακρίνεται
από φιλησυχία, ακόμη και αδράνεια, ευγένεια, συμπόνια, ψυχραιμία, παρατηρητικότητα
κτλ. Οι όροι μελαγχολικός και φλεγματικός χρησιμοποιούνται μέχρι
σήμερα. Σήμερα επίσης γνωρίζουμε ότι η χολή
και η μέλαινα χολή είναι το ίδιο υγρό
(«μέλαινα χολή» δεν υπάρχει, απλώς η χοληδόχος κύστη σε ορισμένες περιπτώσεις
παράγει χολή που μοιάζει κάπως πιο σκουρόχρωμη).
Subscribe to:
Posts (Atom)