Sunday, April 27, 2014

«Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν»:

 Στο έργο αυτό του Μπρεχτ, τρεις θεοί έρχονται στη γη, αναζητώντας ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν σε αρμονία με τη θεία θέληση. Ωστόσο, συναντούν μόνο ανθρώπους άπληστους, κακούς, ανέντιμους και εγωιστές. Η μόνη που δέχεται να φιλοξενήσει τις τρεις θεότητες είναι η φτωχή πόρνη Shen Teh. Για να την ανταμείψουν, οι τρεις θεότητες τής δίνουν χρήματα, για να ανοίξει καπνοπωλείο, θέλοντας ταυτόχρονα να διαπιστώσουν αν η κοπέλα θα διαφθαρεί από τη (σχετική) ευμάρεια. Το μαγαζί της σύντομα μετατρέπεται σε καταφύγιο για τους απόρους, οπότε η Σεν Τε μεταμφιέζεται σε άντρα (τον υποτιθέμενο ξάδερφό της Σούι Τα) και τους διατάζει να φύγουν. Σταδιακά, η ευαίσθητη και συμπονετική Σεν Τε καταλήγει να φοράει όλο και πιο συχνά το προσωπείο του σκληρού Σούι Τα, για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής. Πολύ σύντομα, ο «Σούι Τα», δηλαδή η μεταμφιεσμένη Σεν Τε, μεταμορφώνει το ταπεινό καπνοπωλείο σε μεγάλη καπνοβιομηχανία με πολλούς υπαλλήλους. Κάποτε όμως ένας από τους υπαλλήλους ακούει τη Σεν Τε να κλαίει, μπαίνει στο δωμάτιό της να δει τι συμβαίνει, αλλά βλέπει εκεί τον Σούι Τα και συμπεραίνει ότι αυτός εξαφάνισε ή ίσως και σκότωσε την «ξαδέρφη» του. Γίνεται δίκη με δικαστές τις τρεις θεότητες, και η Σεν Τε τούς θέτει ενώπιον των ευθυνών τους: με τη φαινομενικά καλοκάγαθη παρέμβασή τους δημιούργησαν για τη Σεν Τε συνθήκες, από τις οποίες η ίδια ήταν αδύνατον να ξεφύγει· ωστόσο, απέφυγαν να παρέμβουν περαιτέρω, για να την προστατέψουν από τις συνέπειες της προηγούμενης «αγαθοεργίας» τους. Το έργο δεν προσφέρει λύση στο δίλημμα αυτό: η ευθύνη μετατίθεται στο ακροατήριο, όπως συχνά συμβαίνει στο έργο του Μπρεχτ. Το ερώτημα παραμένει: πώς μπορεί ένας βασικά καλός άνθρωπος να διατηρήσει την καλοσύνη του σε έναν μοχθηρό κόσμο; Η υπονοούμενη απάντηση, βεβαίως, είναι ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ριζική κοινωνική αλλαγή.

«Το Le malentendu…»:

Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο εύπορος Jan, που αποφασίζει έπειτα από χρόνια να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του. Επιστρέφει λοιπόν στο πανδοχείο της μητέρας του, στο χωριό όπου γεννήθηκε. Δεν ξέρει όμως πώς να φανερωθεί στους δικούς του κι έτσι καταλύει στο πανδοχείο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Η σύντροφός του, η Μαρία, επιχειρεί να τον μεταπείσει, καθώς διακατέχεται από μιαν αόριστη ανησυχία, αλλά εκείνος αδιαφορεί. Όπως αποδεικνύεται, οι ανησυχίες της Μαρίας δεν είναι αστήριχτες: η μητέρα και η αδελφή του Jan σκοτώνουν τους πελάτες τους στον ύπνο τους, για να τους κλέψουν τα υπάρχοντα και να καταφέρουν έτσι κάποια μέρα να φύγουν από το μίζερο χωριό τους. Ο Jan, μην έχοντας φανερώσει ποιος είναι, πέφτει τελικά θύμα της μάνας του και της αδελφής του.

Friday, April 25, 2014

Ο Πύραμος και η Θίσβη

Ο Πύραμος και η Θίσβη, νεαροί εραστές, συμφώνησαν να συναντηθούν σε μια εξοχική τοποθεσία. Η Θίσβη έφτασε πρώτη, αλλά συνάντησε μια λέαινα με το στόμα ματωμένο από ένα θήραμα που μόλις είχε καταβροχθίσει· έφυγε τρομαγμένη, αλλά της έπεσε ο πέπλος της, που τον έπιασε κατά τύχη στα ματωμένα δόντια της η λέαινα. Όταν φτάνει και ο Πύραμος, βλέπει τον ματωμένο πέπλο, νομίζει ότι η Θίσβη είναι νεκρή και αυτοκτονεί. Η Θίσβη επιστρέφει μετά από λίγο, βρίσκει το πτώμα του Πύραμου και αυτοκτονεί με το σπαθί του νεκρού αγαπημένου της.

Camus

«Ανάμεσα στο στρώμα και την τάβλα του κρεβατιού, βρήκα ένα μικρό κομμάτι εφημερίδας, σχεδόν κολλημένο στο ύφασμα, κιτρινισμένο και διάφανο. Η αρχή του άρθρου είχε χαθεί. Αναφερόταν σε ένα ιδιαίτερο γεγονός το οποίο πρέπει να είχε συμβεί στην Τσεχοσλοβακία. Ένας άνδρας έφυγε από ένα χωριό της Τσεχίας για να βρει την τύχη του. Μετά από 25 χρόνια επιστρέφει, πλούσιος, παντρεμένος και με ένα παιδί. Η μητέρα του και η αδελφή του συντηρούσαν ένα πανδοχείο στο πατρικό χωριό του. Για να τους κάνει έκπληξη, άφησε τη γυναίκα του και το παιδί του σε κάποιο άλλο κατάλυμα, και πήγε στη μητέρα του , η οποία δεν τον αναγνώρισε, Συνεχίζοντας το αστείο, είχε την ιδέα να κλείσει ένα δωμάτιο. Έδειξε τα χρήματα του. Τη νύχτα, η μητέρα του και η αδελφή του τον δολοφόνησαν, χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον λήστεψαν, και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Το επόμενο πρωί, η γυναίκα του τυχαία αποκαλύπτει την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Η μητέρα κρεμάστηκε, η κόρη έπεσε στο πηγάδι. Διάβασα αυτή την ιστορία χιλιάδες φορές. Από τη μια μου φαινόταν απίστευτη, από την άλλη εντελώς φυσιολογική. Από κάθε άποψη μου φαινόταν ότι του άξιζε ένα τέτοιο τέλος και ότι στη ζωή δεν πρέπει να παίζουμε ποτέ.»

ΔΙΑΣ: Ορέστη!

ΔΙΑΣ: Ορέστη! Εγώ σε έπλασα, όπως έπλασα τα πάντα. Κοίταξε: (Οι τοίχοι του ναού ανοίγουν. Εμφανίζεται ο ουρανός, γεμάτος αστέρια που στριφογυρίζουν ακολουθώντας την πορεία τους. Ο Δίας είναι στο βάθος της σκηνής. Η φωνή του έχει γίνει τεράστια—με μικρόφωνο—αλλά σχεδόν δεν τον βλέπουμε.) Κοίταξε τους πλανήτες που ακολουθούν την πορεία τους με τάξη, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουν, χωρίς ποτέ να συγκρούονται. Εγώ καθόρισα την πορεία τους, σύμφωνα με τους νόμους της δικαιοσύνης. Άκουσε την αρμονία των σφαιρών, αυτό τον απέραντο, πέτρινο ύμνο που αντηχεί στις τέσσερις γωνίες του σύμπαντος. (Ακούγεται μελωδία.) Με τη δική μου χάρη διαιωνίζονται τα είδη. Δικό μου θέλημα ο άνθρωπος να γεννάει άνθρωπο, και το παιδί του σκύλου να είναι σκύλος, με τη δική μου δύναμη η απαλή γλώσσα της παλίρροιας γλείφει την άμμο και αποτραβιέται την καθορισμένη ώρα, εγώ κάνω τα φυτά να μεγαλώνουν, και η δικιά μου ανάσα στέλνει τα κίτρινα σύννεφα της γύρης να σκορπιστούν στη γη. Δεν είσαι σπίτι σου, εισβολέα! Είσαι ένα ξένο σώμα σ’ αυτό τον κόσμο, σαν ένα αγκάθι που τρυπάει το δέρμα, σαν ένας λαθροθήρας μέσα στο δάσος του αφέντη του. Γιατί ο κόσμος αυτός είναι καλός. Τον δημιούργησα σύμφωνα με το θέλημά μου και εγώ είμαι το Καλό. Αλλά εσύ διέπραξες το κακό, κάθε κομμάτι αυτού του κόσμου το φωνάζει, με πέτρινη φωνή. Γιατί το Καλό είναι παντού, είναι η γλύκα του φρούτου, είναι η δροσιά της πηγής, είναι ο κόκκος της άμμου, είναι το βάρος της πέτρας. Ναι, θα το βρεις μέχρι και στη φύση της φωτιάς και του φωτός. Ακόμα και το ίδιο σου το σώμα σε προδίδει, γιατί υπακούει κι αυτό αναγκαστικά στους νόμους μου. Το Καλό είναι μέσα σου, είναι γύρω σου. Σε διαπερνά σαν δρεπάνι, σε συνθλίβει σαν βουνό, σε παίρνει και σε φέρνει σαν αγριεμένη θάλασσα. Το Καλό επέτρεψε να γίνει η αποτρόπαιη πράξη σου, γιατί βρισκόταν μέσα στη λάμψη των πυρσών, μέσα στην κόψη του σπαθιού σου, μέσα στη δύναμη του χεριού σου. Ενώ το Κακό, που σε κάνει τόσο περήφανο, αυτό που διαλαλείς ότι διέπραξες, δεν είναι τίποτα παρά μια σκιά της ύπαρξης, μια ψευδαίσθηση, ένα απατηλό καθρέφτισμα, που δε θα υπήρχε καν χωρίς το Καλό. Βρες τον πραγματικό εαυτό σου Ορέστη. Το σύμπαν είναι εναντίον σου, και δεν είσαι παρά ένα παράσιτο μέσα στο σύμπαν. Ξαναγύρνα στη φύση, γιε του αφύσικου: αναγνώρισε το λάθος σου, μίσησέ το, ξερίζωσέ το από πάνω σου σαν ένα σάπιο, βρομερό δόντι. Αλλιώς, ζήσε με το φόβο ότι η θάλασσα θα αποτραβιέται μπροστά σου, οι πηγές θα στερεύουν στο πέρασμά σου, στο μονοπάτι σου οι πέτρες και τα βράχια θα κυλούν μακριά όταν πλησιάζεις, η γη που πατάς θα θρυμματίζεται κάτω από τα πέλματά σου.

Sartre- Les Mouches

OΡΕΣΤΗΣ: (Σηκώνεται όρθιος). Εσείς είστε λοιπόν οι πιστοί μου υπήκοοι; Είμαι ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και βασιλιάς σας, και σήμερα είναι η μέρα της στέψης μου. (Το πλήθος αιφνιδιάζεται, μουρμουρητά, γρυλίσματα.) Α, τώρα δε φωνάζετε; (Απόλυτη σιωπή.) Με φοβάστε, το ξέρω. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κάθε μέρα που περνούσε, ένας άλλος δολοφόνος στεκόταν μπροστά σας, φορώντας κόκκινα γάντια ώς τους αγκώνες, γάντια από αίμα, αλλά δεν τον φοβόσασταν, γιατί είχατε δει στα μάτια του πως ήταν ένας από σας, πως δεν είχε το θάρρος των πράξεών του. Το έγκλημα που το αποκηρύσσει αυτός που το διέπραξε δεν ανήκει σε κανέναν, έτσι δεν είναι; Δεν είναι καν έγκλημα πια, είναι σχεδόν ατύχημα. Έτσι καλωσορίσατε το δολοφόνο, τον δεχτήκατε σαν βασιλιά σας, κι εκείνο το παλιό, ορφανό έγκλημα άρχισε να τριγυρίζει στους δρόμους της πόλης, γρυλλίζοντας σιγανά, σαν ένα σκυλί που το παράτησε ο αφέντης του. Με βλέπεις, λαέ του Άργους, και καταλαβαίνεις πως το εγκλημά μου μου ανήκει. Βγαίνω στο φως και παίρνω την ευθύνη, το υποστηρίζω θαρραλέα. Το έγκλημά μου είναι ο λόγος που υπάρχω, είναι η πηγή της περηφάνιας μου. Δεν μπορείς ούτε να με τιμωρήσεις, γι’ αυτό ούτε να με λυπηθείς. Και γι’ αυτό με φοβάσαι. Κι όμως, λαέ μου, σε αγαπώ, και τον σκότωσα για σένα. Για σας! Ήρθα να διεκδικήσω το βασίλειό μου, αλλά εσείς με απορρίψατε, γιατί δεν ήμουν ένας από σας. Τώρα όμως είμαι ένας από σας, μας ενώνει δεσμός αίματος, κι αξίζω να γίνω βασιλιάς σας. Οι αμαρτίες σας και οι τύψεις σας, οι εφιάλτες σας, το έγκλημα του Αίγισθου, όλα αυτά είναι δικά μου τώρα, τα παίρνω πάνω μου. Μη φοβάστε πια τους νεκρούς σας, είναι οι δικοί μου νεκροί. Κοιτάξτε: οι πιστές σας μύγες σας έχουν εγκαταλείψει, ήρθαν σε μένα. Αλλά μη φοβάστε, άνθρωποι του Άργους: δε θα καθήσω στο θρόνο του θύματός μου, δε θα πάρω στα αιματοβαμμένα χέρια μου το σκήπτρο του. Ένας θεός μου το πρόσφερε, και είπα όχι. Θέλω να είμαι βασιλιάς χωρίς χώρα και χωρίς υπηκόους. Αντίο, λαέ μου. Προσπαθήστε να ξαναχτίσετε τις ζωές σας. Όλα είναι καινούργια εδώ, όλα πρέπει να αρχίσουν απ’ την αρχή. Και για μένα ξαναρχίζει η ζωή. Μια παράξενη ζωή... Ακούστε κι αυτή την ιστορία: ένα καλοκαίρι, μια επιδρομή αρουραίων βασάνιζε τη Σκύρο. Ήταν μια φριχτή πανούκλα, τα κατέτρωγαν όλα. Οι κάτοικοι είχαν απελπιστεί, νόμιζαν πως είχε έρθει το τέλος τους. Αλλά μια μέρα ήρθε στη Σκύρο ένας αυλητής. Πήγε και στάθηκε στο κέντρο της πόλης, έτσι. (Σηκώνεται.) Άρχισε να παίζει τον αυλό του, και όλοι αρουραίοι μαζεύτηκαν γύρω του. Μετά άρχισε να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές, έτσι (κατεβαίνει από το βωμό), φωνάζοντας στους ανθρώπους της Σκύρου «Κάντε πίσω, ανοίξτε να περάσω». (Το πλήθος κάνει πίσω και του ανοίγει δρόμο.) Και οι αρουραίοι σήκωσαν όλοι το κεφάλι διστάζοντας, όπως κάνουν τώρα οι μύγες. Κοιτάξτε! Κοιτάξτε τις μύγες! Και ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν πίσω του. Κι ο αυλητής κι οι αρουραίοι εξαφανίστηκαν για πάντα. Έτσι. (Φεύγει από την πόρτα, οι Ερινύες ορμούν πίσω του ουρλιάζοντας.)

Wednesday, April 23, 2014

Wednesday, April 9, 2014

https://www.youtube.com/watch?v=Ln-TCLz99v0