Thursday, November 3, 2016

Κριτική της παράστασης "Η τελευταία μαύρη γάτα"

Άλλη μια πολύ καλή δουλειά του Κώστα Γάκη και της ομάδας Ιδέα, αν και όχι η καλύτερη, μετά την εξαιρετική Κατσαρίδα και το Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο.
Για άλλη μια φορά, μια ομάδα μας δείχνει πως με πολύ λίγα μπορείς να κάνεις πάρα πολλά, και αυτή είναι η αισθητική προσέγγιση και γενική σκηνοθετική γραμμή αυτής της ομάδας που σε κερδίζει κάθε φορά. Στην σκηνή βρίσκονταν ουσιαστικά μόνο 4 καρέκλες-σκάλες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν με ποικίλους τρόπους, με ευρηματικότερη την σκηνή που προσομοίαζε την παρέα των γάτων να βρίσκεται στην άκρη ενός ψηλού κτιρίου, όπου φυσούσε πολύ δυνατός άνεμος, και πραγματικά με έπεισαν ότι μεταφερθήκαμε ξαφνικά σε κάποια ταράτσα! Η πιο ευρηματική και ταυτόχρονα ξεκαρδιστική στιγμή της παράστασης ήταν το δελτίο ειδήσεων και ο τρόπος που παρουσιάστηκε η τηλεόραση στην σκηνή, και ακόμη περισσότερο το δελτίο στην νοηματική!!



Η ερμηνευτική και κινησιολογική καθοδήγηση όλης της ομάδας των ηθοποιών ήταν πολύ καλά δουλεμένη και αυτό έβγαινε και στην σκηνή.Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ήταν μαύρα, όπως επιτάσσει το έργο, αλλά συνάμα λιτά και χαρακτηριστικά όσο έπρεπε.  Οι φωτισμοί κατάφεραν να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την όλη ατμόσφαιρα του έργου. Τα βίντεο της Μικαέλας Λιακατά έδεναν ιδιαίτερα αρμονικά με το όλο πλαίσιο του έργου, όπως και η μουσική του Κώστα Γάκη, σε συνδυασμό με την παρουσία επί σκηνής και τα live electronics του Στέφανου Τορτόπογλου.



Το μόνο αρνητικό σημείο, η μη ύπαρξη αρκετών μαξιλαριών ώστε να έχουν καλύτερη ορατότητα τα παιδιά, όμως, προς τιμήν του θεάτρου, απολογήθηκαν εξαρχής γι’ αυτό και πρότειναν εναλλακτική λύση.

Κριτική της παράστασης "Ο μικρός Πρίγκηπας"

Μια μουσικοχορευτική παράσταση βασισμένη στην ιστορία του μικρού πρίγκιπα, και όχι  η μεταφορά αυτής στη σκηνή.
Η παράσταση ξεκινά πολύ εντυπωσιακά, με τα ολόλευκα κοστούμια του Μιχάλη Σδούγκου και το πολύ έξυπνο εφέ του blacklight της Ελευθερίας Ντεκώ, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές, επίσης ολόλευκες, κούκλες της Δήμητρας Καίσαρη. Με γοήτευσε ιδιαίτερα η εμφάνιση του κυρίου επιχειρηματία.
 Αυτά θεωρώ ότι ήταν και τα καλύτερα στοιχεία της πολυδιαφημισμένης παράστασης.
Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά είχαν ενδιαφέρον, η χρήση της εξέδρας μου άρεσε πολύ, όπως επίσης και οι «βράχοι» πίσω από τους οποίους εμφανίστηκαν στην έναρξη οι ηθοποιοί. Καλαίσθητος ήταν επίσης και ο τρόπος που παρουσιάστηκε ο μικρός πλανήτης, με την συναρμολογούμενη εξέδρα επί σκηνής. Εντυπωσιακή θα χαρακτήριζα και την καθέλκυση των ηρώων στα στεφάνια και τον πλανήτη, αν και αρκετά πλέον συνηθισμένο.  Πολύ ρεαλιστική ήταν και η κατασκευή του αεροπλάνου. 



Οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Κουζίτσκιν ήταν επίσης επιτυχημένες.
Σκηνοθετικά, κινησιολογικά αλλά και ερμηνευτικά , το σύνολο των ηθοποιών λειτούργησε πάρα πολύ καλά. Ωστόσο, δεν με ικανοποίησε καθόλου η συγκεκριμένη προσέγγιση. Η επιλογή των τραγουδιών καθώς και η διασκευή των στίχων από την Μαριάνα Τόλη, θεωρώ ότι ήταν από άστοχη έως και ελαφρώς γλυκανάλατη.  Η αναλογία τραγουδιού και πρόζας θεωρώ ήταν τελείως δυσανάλογη, ως προς το κομμάτι της πρόζας, σε σημείο να «χάνεται» εντελώς η ιστορία του μικρού πρίγκιπα, και να μένει κυρίως ένα μουσικοχορευτικό πρόγραμμα.  Ο Ορέστης Καρύδας, ενώ ερμήνευσε εξαιρετικά το ρόλο του, ωστόσο, με ξένισε, φυσιογνωμικά κυρίως, ως φιγούρα του μικρού πρίγκιπα. Η Αντιγόνη Ψυχράμη ήταν επίσης πολύ πειστική ως τριαντάφυλλο.  Η ένσταση μου βρίσκεται στον τρόπο προσέγγισης της σχέσης μεταξύ του πρίγκιπα και του λουλουδιού, η οποία παρουσιάστηκε περισσότερο ως ερωτικό ειδύλλιο, παρά ως αγνή και τρυφερή φιλία.
Θα ήθελα επίσης να είχαμε απολαύσει σε κάποιες στιγμές έναν έναστρο ουρανό, μιας που η τεχνολογία μπορεί πολύ εύκολα να μας χαρίσει εξαιρετικές δυνατότητες.  





Κριτική της παράστασης "Κυμβελίνος"

Ένα όχι ιδιαίτερα γνωστό ή πολυπαιγμένο έργο του Σαίξπηρ, ωστόσο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον, περιλαμβάνοντας τα βασικά χαρακτηριστικά του κλασικού συγγραφέα, πλοκή, ίντριγκες, παρεξηγήσεις, μεταμφιέσεις και τον γνωστό ποιητικό του λόγο.
Από την πρώτη στιγμή το σκηνικό σε βάζει μέσα στο έργο. Μια μινιμαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση, με λιγοστά έπιπλα επί σκηνής, ένα κάδρο στο background που εναλλάσσεται αθόρυβα και σε μεταφέρει με «μαγικό» τρόπο, και οι «παιχνιδιάρικοι» φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, οι οποίοι καταλαβαίνεις εξαρχής ότι θα παίξουν τον βασικότερο ρόλο αυτής της σκηνοθετικής προσέγγισης του Αλέξανδρου Κοέν.
Τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα έδεναν αρμονικά με το ύφος του έργου, χωρίς να παραφορτώνουν την ατμόσφαιρα. Η κινησιολογία της Φρόσως Κορρού «έντυσε» μοναδικά την ελισαβετιανή  προσέγγιση του σκηνοθέτη.



Ο Τάκης Βουτέρης ως ο ομώνυμος ήρωας, είναι ο πιο συμπαθής δυνάστης που έχει παρουσιαστεί δραματουργικά.
 Η Ελένη Κρίτα ενσαρκώνει με περισσή φυσικότητα την ραδιούργα βασίλισσα και κακιά μητριά.
Η Αντιγόνη Δρακουλάκη ως αθώα Ιννογένη παρουσιάζει μια αξιοπρεπέστατη ερμηνεία.
Ο Παναγιώτης Εξαρχέας ως εύπιστος Πόστουμο κλέβει την παράσταση σε ένα θεωρώ ρεσιτάλ ερμηνείας.
Ο Σαράντος Γεωγλέρης παρουσιάζει έναν τσακισμένο τραγικό ήρωα με μοναδικό τρόπο.
Ο Αντώνης Φραγκάκης προωθεί τον εσωτερικό παλμό του δολοπλόκου ήρωα, σε κάποιες στιγμές, με τρόπο απαράμιλλο. 



Η Νεκταρία Γιαννουδάκη διαδραματίζει τον χαρακτηριστικό σαιξπηρικό ρόλο της «παραμάνας», μια ήρεμη δύναμη που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, υποβοηθώντας την πλοκή και τους ήρωες, πάντα δίπλα στις ζωές όλων.
Τέλος, ενδιαφέρουσα, μολονότι σύντομη,  η παρουσία του Ρωμανού Μαυρουδή ως γραφειοκράτης και dealer.



Tuesday, October 18, 2016

Κριτική της παράστασης Οικογένεια Άνταμς

Ξεκινώντας, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι μιλάμε για ένα μιούζικαλ και, παράλληλα μια μαύρη κωμωδία. Σε γενικές γραμμές, δεν περιμένεις από ένα μιούζικαλ, ή μια μαύρη κωμωδία, να σε προβληματίσει ιδιαίτερα. Κι όμως, η Οικογένεια Άνταμς, σου περνάει ένα σημαντικό μήνυμα, με έναν ευχάριστο και ανάλαφρο τρόπο. Σου φέρνει ένα σφίξιμο στην καρδιά, για τον χρόνο που περνάει και χάνεται. Ο χρόνος όμως που διαθέσαμε για να παρακολουθήσουμε αυτήν την παράσταση, δεν πήγε καθόλου χαμένος…
Ξεκινώντας από τις ερμηνείες, δεν μπορείς παρά μόνο εξαιρετικές να τις χαρακτηρίσεις. Έμεινα άφωνη από την χημεία ανάμεσα σε ολόκληρο τον θίασο, όπως επίσης και τα μέλη του χορού. Πραγματικά, για μια στιγμή πίστεψα ότι είχα μπροστά μου την πραγματική οικογένεια Άνταμς! Ο Αντώνης Καφετζόπουλος προσέδιδε την προσωπική του πινελιά στον χαρακτήρα, με τις  χαρακτηριστικές του κινήσεις, και θαρρείς πως έπαιζε πάντα αυτόν τον ρόλο. Η Μαρία Σολωμού, επίσης ταίριαζε γάντι στον ρόλο, μολονότι η ερμηνεία της δεν ήταν τόσο ξεχωριστή, θα χαρακτήριζα σχετικά εύκολο τον ρόλο της. Η έκπληξη, όμως, της βραδιάς, ήταν η σπαρταριστή ερμηνεία της Ευαγγελίας Μουμούρη, που σαν μια άλλη Μαίρη Αρώνη στο πλευρό του συντηρητικού  και αυστηρού συζύγου, έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας, ως αλαφροϊσκιωτη σύζυγος του Κωνσταντίνου Καζάκου, ο οποίος, με σχετικά μικρό και διακριτικό ρόλο, επίσης ξεδιπλώνει μια ιδιαίτερη πτυχή του χαρακτήρα του στο σημείο της μεταμόρφωσης του ήρωα.  Έκπληξη, επίσης, ήταν και οι ερμηνείες τον δευτεραγωνιστών, που πραγματικά έκλεβαν την παράσταση. Η γιαγιά ήταν απολαυστική, ο μπάτλερ τόσο πειστικός που στο τέλος μένεις έκπληκτος από το τραγούδι του, αφού μας έχει πείσει ότι δεν μιλάει, ο αδερφός σου κλέβει τελικά την καρδιά με τον ρομαντισμό και την ευαισθησία του, και ο βενιαμίν της οικογένειας σε συγκινεί με την αθώα του αγάπη. Εξαιρετική ήταν η απόδοση  των χαρακτήρων, οι  σχέσεις μεταξύ τους εξελίσσονταν με μοναδικό τρόπο, προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στους χαρακτήρες, οι οποίοι θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είχαν πέσει στην παγίδα της «ανάλαφρης» προσέγγισης.  Ο συμβολισμός της τελικής παράθεσης των τριών ζευγαριών όπως έχουν εξελιχθεί μου άρεσε ιδιαίτερα δραματουργικά, καθώς επίσης και οι σχέσεις μεταξύ των ζευγαριών, ιδιαίτερα η τρυφερότητα με την οποία παρουσιάστηκε αυτή ανάμεσα στα δύο αδέρφια, αλλά και στο ζευγάρι των γιάπηδων γονιών.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη ήταν ιδανικά, χωρίς πολλά πράγματα επί σκηνής, τα οποία ήταν έτσι κι αλλιώς περιττά γιατί η σκηνή ήταν διαρκώς «γεμάτη», αρκέστηκε στα απαραίτητα και βασικά  έπιπλα, τα οποία εναλλάσσονταν αρμονικά, σκάλες και πύλες , είτε φυσικά είτε σε βίντεο προβολή. Η σκηνή του ηλεκτροσόκ του μικρού, επίσης ασύλληπτα ρεαλιστική. Εξαιρετική επίσης η σύλληψη του Καρόλου Πορφύρη για τα βίντεο – προβολές στα κάδρα, που εξελίσσονταν στο πίσω μέρος και σου μαγνήτιζαν την προσοχή,  με το χαρακτηριστικό βλέμμα του Γιώργου Κωνσταντίνου, την Άννα Παναγιωτοπούλου να ξεφλουδίζει μια μπανάνα και την Σοφία Βογιατζάκη, αντίστοιχα, να αλληλεπιδρά «ειρωνικά» με την Ευαγγελία Μουμούρη, όπως επίσης και η τελική σκηνή στο φεγγάρι που παρέπεμπε στο «Ταξίδι στη σελήνη» του George Melies. (https://www.youtube.com/watch?v=u2WXZwiuRus )



Οι χορογραφίες της Άννας Αθανασιάδη ήταν απερίγραπτα εξαιρετικές. Ο κάθε ήρωας είχε την δική του μοναδική χορογραφία σε κάθε στιγμή του έργου, η οποία ταίριαζε γάντι στον κάθε ένα ξεχωριστά, και όλοι μαζί σαν σύνολο έκλεβαν την παράσταση, με την χαρακτηριστική μουσική και χορογραφία στο ξεκίνημα και το φινάλε του έργου. Η ενορχήστρωση από τον Ηλία Καλούδη επίσης εξαιρετική, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί με ηχογράφηση,  η οποία έδενε μοναδικά με τις έξοχες φωνητικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Θα ξεχωρίσω αυτή του μικρού Κόνα Έντμοντ, η οποία με εξέπληξε! Η απόδοση των κειμένων και των στίχων από την σκηνοθέτη, Θέμιδα Μαρσέλλου, «κέντησε» με μοναδικό τρόπο επάνω στο αυθεντικό κείμενο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί στα ελληνικά, καταφέρνοντας να μεταφέρει το έργο στο σήμερα και στα ελληνικά δεδομένα, αποφεύγοντας την παρωδία και τα «κλισέ» και συνήθως χοντροκομμένα σατιρικά αστεία με μια ευφάνταστη δόση μαύρου χιούμορ, κάνοντας το έργο κάτι πολύ περισσότερο από ένα αστείο δείπνο μεταξύ δύο οικογενειών που πρόκειται να συμπεθεριάσουν. Όλη η σκηνοθετική απόπειρα της κυρίας Μαρσέλλου δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει τα δεδομένα μιας ξένης παραγωγής, με αποκορύφωμα την χαρακτηριστική στιλιζαρισμένη κινησιολογία, την οποία οι ηθοποιοί ερμήνευσαν εξαιρετικά, όπου ξεχώρισε η πρωτοεμφανιζόμενη Ντέμυ στην σκηνή του χορευτικού της.  Επίσης, η αναλογία ανάμεσα στην πρόζα και το τραγούδι ήταν η ιδανική.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού ήταν πολύ προσεγμένα, το εφέ του blacklight με τα λευκά κοστούμια του χορού ήταν εξαιρετικό. Χαρακτηριστική επίσης και η χρήση του χρυσού στο τέλος, με το συμβολισμό του ηλιακού αυτού χρώματος, την καταληκτική στιγμή της «αποκάλυψης»  και ολοκλήρωσης του έργου.
Τέλος, οι φωτισμοί  Λευτέρη Παυλόπουλου τόνιζαν κάθε στιγμή ακριβώς με τον τρόπο που έπρεπε.
Εν κατακλείδι, όσοι δεν καταφέρατε να το παρακολουθήσετε την πρώτη χρονιά, μην το χάσετε. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που παρακολούθησα παράσταση με ένα διαρκές χαμόγελο στα χείλη, και το κοινό να χειροκροτεί σχεδόν σε ΚΑΘΕ μα κάθε σκηνή, και στο τέλος να είμαστε όλοι όρθιοι… αυτός θα ήταν θεωρώ ο ορισμός της απόλυτης ψυχαγωγίας.


  

Monday, February 22, 2016

Ο παπουτσωμένος γάτος - Θέατρο Μπρόντγουαιη

Ήταν η πιο ντεκαντανς παράσταση που είδαμε φέτος, ή μάλλον γενικότερα. Με το που μπαίνεις στο χώρο νιώθεις σαν να ταξιδεύεις στο χρόνο. Κατεβαίνεις στις σκάλες και θαρρείς πως κατεβαίνεις στη δεκαετία του '90, ίσως και του '80, με τα μαύρα μωσαϊκά και το ξεχασμένο ραδιοκασετόφωνο στη γωνία. Ο κύριος που μας έκοψε τα εισιτήρια θαρρείς κι είναι βγαλμένος από μιαν άλλη εποχή, με τα απίστευτα μακριά νύχια και δάχτυλα, μόνο για να ανακαλύψεις λίγο αργότερα ότι παίζει τους μισούς ρόλους της παράστασης. Παρόμοιος ντεκαντανς χαρακτήρας και η βασίλισσα-λιοντάρι κλπ. Η μουσική είμαι σίγουρη ότι προερχόταν από εκείνο το γωνιακό ραδιοκασετόφωνο, από κάπου στο πολύ βάθος και, θαρρείς, με πολύ παραπάνω ένταση απ’ όση άντεχαν τα ,επίσης μόνο ταλαιπωρημένα μπορώ να υποθέσω, ηχεία. Ο χώρος αποπνέει γενικότερα μια αίσθηση του παρελθόντος. Το σκηνικό θα το χαρακτήριζα μάλλον αλλοπρόσαλλο: ένα πιάνο που δε χρησιμοποιείται ποτέ, μερικές καρέκλες, δύο βασανισμένα δέντρα στο πίσω μέρος (τα οποία δημιούργησαν την ψευδαίσθηση του δάσους όπως στα κινούμενα σχέδια που βλέπεις κάποια δράση να διαδραματίζεται στο βάθος, συνήθως κυνηγητό). Και, φυσικά, τα κοστούμια… Ο παπουτσωμένος γάτος φορούσε μια ολόσωμη πουά φόρμα, που μόνο πυζάμα θα μπορούσε να είναι. Στη συνέχεια, πρόσθεσε λαστιχένιες γαλότσες (παρόμοιες φορούσε στη συνέχεια και ο βασιλιάς) με καφέ ομόκεντρους κύκλους, ασημί –με χρυσόσκονη- ημίψηλο με ένα μωβ πούπουλο κολλημένο πάνω, και μία αραχνούφαντη χρυσαφιά «μπέρτα» … η πρώτη εμφάνιση της κόρης του βασιλιά προσομοίαζε, υποθέτω, μπαλαρίνα, με ροζ φουστίτσα, υφασμάτινες κάλτσες-γκέτες και στέκα με φούξια πούπουλα, ξανθά ψεύτικα κοτσιδάκια και μίνι φούξια κορώνα (από τα H & M). Η τελευταία εμφάνιση του φτωχού, όταν του χαρίζει βασιλικά ρούχα ο βασιλιάς, είναι ένα υπερμεγέθης σακάκι και ένα επίσης φαρδύ παλιομοδίτικο παντελόνι. Οι ηθοποιοί μπέρδευαν που και που τα λόγια με μικρά χαριτωμένα σαρδάμ, πετούσαν ενίοτε και λέξεις στα αγγλικά, τις οποίες και μετέφραζαν ταυτόχρονα, και είχαν υιοθετήσει κλασικά ελληνικά ονόματα, για παράδειγμα ο Μιχάλης και ο Άγγελος, τα δύο αδέρφια, γιοι του εκλιπόντος μυλωνά. Στο τέλος, όλοι μαζί επιδόθηκαν σε ένα χαρούμενο και ρυθμικό χορευτικό, και παρόλο που περίμενα κάποιον να παραπατήσει ή να σκοντάψει, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Σας συστήνω ανεπιφύλακτα να δείτε αυτήν την παράσταση, αλλά και όποια άλλη παραγωγή του θεάτρου Μπροντγουαίη, για να μεταφερθείτε πραγματικά σε ένα ελληνικό Μπρόντγουαιη, αυτό μιας άλλης εποχής. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.