Friday, March 31, 2017

Κριτική της παράστασης "Άγριος σπόρος"

Ξεκίνησα για την παράσταση με την ψυχή στο στόμα: τρέχοντας τελευταία στιγμή και με όλη την αρνητική ενέργεια του κόσμου συσσωρευμένη. Τουλάχιστον δεν χρειάζεται να γράψω κριτική αυτή τη φορά, σκέφτηκα, έχουμε ήδη γράψει. Όμως, βγαίνοντας από το θέατρο, δεν γινόταν να μην γράψω, όχι για επαγγελματικούς λόγους, όσο για να μπορέσω να αποτυπώσω, όσο είναι αυτό εφικτό, αυτή την ανεπανάληπτη εμπειρία που βίωσα, και να την κρατήσω όσο πιο πολύ μπορώ ζωντανή μέσα μου.



Το κείμενο του Γιάννη Τσίρου είναι ένα κείμενο βαθειά ελληνικό: ένα κείμενο που πρέπει όλοι οι Έλληνες, αλλά και οι ξένοι, εξίσου, να γνωρίσουν.  Ξεκινώντας το βίντεο της παράστασης, πάγωσα. Βλέποντας παράλληλα και το βλέμμα του Στάθη Σταμουλακάτου, με κυρίευσε ένας ακατανόητος τρόμος, και ανακουφίστηκα μόνο όταν αντιλήφθηκα ότι στο χέρι του κρατούσε ένα κομμάτι ξύλο: χωρίς να το έχω κοιτάξει, ήμουν σίγουρη πως ήταν μαχαίρι. Στα πρώτα λεπτά του έργου, έβλεπα μπροστά μου διαρκώς τον Τάκη Σπυριδάκη. Μάλιστα, νόμισα πως άκουγα και τη φωνή του. Μόνο για λίγα λεπτά, όμως. Ο Στάθης Σταμουλακάτος επικράτησε πολύ γρήγορα με μια ερμηνεία επιβλητική, καθηλωτική, μεστή, ακριβή, καίρια, ανυπέρβλητη, σχεδόν συγκλονιστική θα έλεγα.   Η σκηνική αποτύπωση της Ελένης Σκότη είναι ασύλληπτη. Με απόλυτα λιτά σκηνοθετικά μέσα, καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε αυτή την ερημική παραλία: όταν ο Σταύρος φορούσε τα γυαλιά ηλίου, ένιωθα τον ήλιο να με τυφλώνει και μένα...  Όταν έπινε την μπύρα του, ένιωθα τη δροσιά της να κυλάει μέσα μου…   Όταν άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων, τραβούσα ασυναίσθητα τα πόδια μου πιο μέσα, μήπως βραχώ…  Από στιγμή σε στιγμή περίμενα να φτάσει από κάπου και η μυρωδιά του αναμένου κάρβουνου… 



Εξίσου πειστική ήταν και η Ντάνυ Γιαννακοπούλου, στο πρόσωπο της οποίας είδα τον εαυτό μου, αλλά και κάθε γνήσια ελληνίδα κόρη.  Ένιωσα κάθε στιγμή και σε κάθε βλέμμα, κάθε αγωνία της, κάθε συναίσθημα. Ήταν στην πραγματικότητα η κόρη του Σταύρου, τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν αληθινά, κάθε στιγμή.  Ο Ηλίας Βαλάσης, πρέπει να ομολογήσω, έχοντας κάνει και προσωπικά ένα επαγγελματικό πέρασμα από το αστυνομικό σώμα, πως πέρα από το κείμενο, είχε υιοθετήσει την κινησιολογία, την εκφραστικότητα, ακόμη και το πρόσωπο του αστυνομικού. Μη έχοντάς τον δει ξανά στη σκηνή, σκέφτηκα, δεν μπορεί, είναι σίγουρα αστυνομικός.  Στην τελευταία σκηνή του διαπληκτισμού του με τον Σταύρο, ένιωσα έναν βαθύ πόνο.  Αναγνώρισα την ανάγκη ή υποχρέωση του αστυνομικού οργάνου απέναντι στο νόμο, ένιωσα όμως και μια ειλικρινή οργή απέναντι στην απάνθρωπη ψυχρότητα. 



Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, λειτούργησαν καθοριστικά, ειδικότερα στις αφηγηματικές στιγμές, όπου οι ήρωες έδιναν την αστυνομική κατάθεση. Η μουσική και η ηχητική επιμέλεια του Στέλιου Γιαννουλάκη ήταν επίσης εξαιρετική: οι ήχοι της παραδοσιακής τσαμπούνας, που αρχικά θεώρησα πως ήταν σκωτσέζικη γκάιντα, εφάρμοζαν άψογα με την συνολική ατμόσφαιρα του έργου.  Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Χατζηνικολάου ήταν η απόλυτη απεικόνιση στην σκηνή μιας χαρακτηριστικής εικόνας καντίνας σε μια ελληνική παραλία.
Η ελληνική κοινωνία, παρόλο που δεν βρισκόταν κανείς άλλος επί σκηνής εκτός από τους 3 ηθοποιούς, ήταν αισθητά παρούσα κάθε στιγμή. Μέσα από τα κιάλια της Χαρούλας, έβλεπα όλο το χωριό, τους αστυνομικούς που έκαναν τις έρευνες, τους ξένους τουρίστες, τα σκυλιά, όλους…  

    


Από τα πρώτα λεπτά τις παράστασης, όλες οι αρνητικές σκέψεις κι έννοιες, είχαν εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τη σκηνή και το συναίσθημα.  Αυτός πρέπει να είναι ο ορισμός της τέχνης, της κάθαρσης, της ανάτασης ψυχής. Γι’ αυτό κάνουμε θέατρο, γι’ αυτό βλέπουμε θέατρο.    


  

Thursday, March 30, 2017

Κριτική της παράστασης "Νίκη"

Μια μεγάλη παραγωγή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, σε διασκευή των Γιώργου Λύρα και Σταμάτη Φασουλή, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία, του βραβευμένου με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος έργου του Χρήστου Α. Χωμενίδη.



Ο συγγραφέας πλέκει πραγματικότητα και μυθοπλασία και δίνει στην ηρωίδα φωνή για να μας πει την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο, ένα στοιχείο απόλυτα κινηματογραφικό, το οποίο βοηθά να ζωντανέψει στη σκηνή η ιστορία σαν τεράστια τοιχογραφία εποχής. Η Νίκη, άλλοτε παρακολουθεί τη ζωή της να παίρνει σάρκα και οστά, ως θεατής, κι άλλοτε την αφηγείται.



Η ιστορία ξεκινά δύο γενιές πίσω, στις αρχές του 20ου αιώνα, από την Μικρασιατική καταστροφή  και φτάνει μέχρι το 2008, παρακολουθώντας όλους τους κοινωνικοπολιτικούς κραδασμούς, τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, την απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο μέσα από τα μάτια μιας αστικής οικογένειας.



Η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή είναι εξαιρετική, εναλλάσσοντας διαρκώς σκηνικά σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, με αποτέλεσμα να μην κουράζεσαι στιγμή, κι έτσι δεν γίνεται καθόλου αντιληπτή η μεγάλη διάρκεια του έργου, κάτι πολύ σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις. Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και του Γιάννη Μουρίκη αποπνέουν κι αυτά το άρωμα των εποχών που εξιστορούνται, ενδυναμώνοντας το όραμα του σκηνοθέτη. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου επίσης σε ταξιδεύει στο παρελθόν, σε συνδυασμό με τις χορογραφίες του Δημήτρη Παπάζογλου. Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη και οι καίριες φωτιστικές επιλογές του Λευτέρη Παυλόπουλου επίσης ανέδιδαν μια ατμόσφαιρα εποχής.



Οι ερμηνείες συνολικά αποτύπωναν την εποχή και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων με πλούσια ερμηνευτικά μέσα. Οι ηθοποιοί εμφανίζονταν στη σκηνή με απόλυτη ερμηνευτική επάρκεια κάθε φορά. Η Φιλαρέτη Κομνηνού μας ταξίδεψε μέσα από μια νηφάλια αφήγηση δίχως ακραίους συναισθηματισμούς, το οποίο θα ήταν μια εύλογη παγίδα. Ο Στέλιος Μάινας και η Γωγώ Μπρέμπου ενσάρκωσαν με απόλυτη φυσικότητα το ζευγάρι κομμουνιστών, κατά τι περισσότερο η Γωγώ Μπρέμπου. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου με λιτά υποκριτικά μέσα αποτέλεσε μια εγκάρδια γιαγιά του αθηναϊκού παρελθόντος. Η Ευγενία Δημητροπούλου, με μικρές υστερήσεις και λίγες υπερβολές ζωντάνεψε την έφηβη Νίκη, δεν πλησίασε, ωστόσο την νεαρή και ολοζώντανη Οφηλία, άφησε όμως πίσω και την εξίσου υπερβολική έφηβη Στέλλα Βιολάντη. Για άλλη μια φορά, μετά την οικογένεια Άνταμς, ξεχώρισα την απολαυστική Ευαγγελία Μουμούρη, στην οποία, όπως φαίνεται, ταιριάζει απόλυτα ο ρόλος της σκερτσόζας, γεμάτης μπρίο και κέφι.



Ένα γενικό σύνολο που φωτίζει με δεινότητα τόσο τις ιστορικές όσο και τις προσωπικές πτυχές του έργου, μεστό και πυκνό, αφήνοντας τον απόηχο της προσωπικής γνησιότητας, το άρωμα που αποτυπώνεται μέσα από τα ευανάγνωστα και πασίδηλα συμφραζόμενα μιας τυπικής ελληνικής κοινωνίας.            


Wednesday, March 29, 2017

Κριτική της παράστασης "Το στρίψιμο της βίδας"



Είναι πρώτη φορά που παρακολουθώ ψυχολογικό θρίλερ στο θέατρο, και, μπορώ να πω ότι δεν απογοητεύτηκα καθόλου, απεναντίας.



Η διασκευή του έργου του Henry James, όπως και η σκηνοθεσία αλλά και η μουσική επιμέλεια, έγιναν από τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο, με αρκετή επιτυχία, μπορώ να πω. Τα λιτά και προσίδια σκηνικά αντικείμενα του Σταύρου Λίτινα, προσέθεταν στην συνολική ατμόσφαιρα που απαιτούσε η σύλληψη του σκηνοθέτη, μεταφέροντας μας έξοχα άλλοτε στο εσωτερικό κι άλλοτε στο εξωτερικό του επιβλητικού πύργου, σε συνδυασμό με τα επιβλητικά κοστούμια της Ηλένιας Δουλαρίδη, τα οποία καθόριζαν ευδιάκριτα τις εναλλαγές των ρόλων. Η επιμέλεια των βίντεο της Στεφανίας Βλάχου λειτούργησε επίσης καθοριστικά, με αποκορύφωμα την χιτσκοκική στιγμή με τα πουλιά, ωστόσο, σε κάποιες στιγμές, πλησίασε την υπερβολή. Οι ερμηνείες, τόσο του Ιάσωνα Παπαματθαίου, όσο και της Θάλειας Ματίκα, ήταν καθηλωτικές, και απόλυτα πειστικές, χαρτογραφώντας τις συναισθηματικές εκφάνσεις των χαρακτήρων μεστά και με χειρουργική ακρίβεια. Ωστόσο, η Θάλεια Ματίκα είχε και κάποιες υπερβολές στις εξάρσεις της ηρωίδας, χωρίς όμως να γίνεται κουραστική.  Ο Ιάσων Παπαματθαίου, πάντως, εξαιρετικά εύστοχος σε κάθε αιχμηρό του βλέμμα, χωρίς να χρησιμοποιεί καν άλλα εκφραστικά μέσα, με έπεισε απόλυτα μέσα από μια πυκνή ερμηνευτική επάρκεια.




Το δυνατότερο στοιχείο της παράστασης, κατ’ εμέ, ήταν οι φωτιστικές επιλογές του σκηνοθέτη, αφού το μεγαλύτερο μέρος της πραγματοποιήθηκε υπό το φως των κεριών, αναδίδοντας μια απόλυτα κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Επίσης εξαιρετική ήταν και η ιδέα με τις κουρτίνες και το φως, που προσομοίαζε ένα τρομακτικό θέατρο σκιών.   

Tuesday, March 28, 2017

Κριτική της παράστασης "Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο"

http://www.theatromania.gr/kritiki-gia-tin-parastasi-piano-papoutsi-pano-sto-piano/

Πηγαίνοντας στο θέατρο Πόρτα, γνωρίζεις ήδη ότι θα δεις κάτι αξιόλογο, και, αν μη τι άλλο, ποιοτικό. Η Ξένια Καλογεροπούλου μας έχει συνηθίσει σε παιδικές παραστάσεις ιδανικές και για ενήλικες. Την παράσταση «Ποιος είναι ο Δρ. Κόρτσακ» νομίζω πως δεν θα την ξεπεράσω ποτέ. Ωστόσο, δεν ήμουν προετοιμασμένη για όλο αυτό που μας περίμενε επί σκηνής. Πρώτη φορά βλέπω κοινό να χαμογελάει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αλλά και να γελάει με την ψυχή του στο μεγαλύτερο μέρος της! Ψυχαγωγία για όλη την οικογένεια, με όλη τη σημασία της λέξης…



Η παράσταση, η οποία ξεκινά από την ιστορία της Σταχτοπούτας, διαδραματίζεται πάνω και κάτω από ένα πιάνο, διαχωρίζοντας το «πάνω» από το «κάτω» κοινωνικά και ταξικά: η Σταχτοπούτα δεν επιτρέπεται να «ανέβει», όπως κι ο πρίγκιπας νομίζει πως είναι τρομερά δύσκολο να «κατέβει».  Η σκηνοθετική αυτή προσέγγιση της Σοφίας Πάσχου ευφάνταστη και συμβολική, που με λιτά σκηνοθετικά μέσα κατορθώνει να ζωντανέψει στη σκηνή δύο διαφορετικούς κόσμους και τάξεις πραγμάτων, κατανοητούς κι ευδιάκριτους σε μεγάλους και παιδιά. Τα κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ, απλά και πολύχρωμα, μεταμόρφωναν απόλυτα πειστικά, και με απλές και γρήγορες κινήσεις  τους ήρωες άλλοτε σε γυναίκες κι άλλοτε σε νεράιδες. Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου ολοκλήρωναν άψογα τις επιδιώξεις της σκηνοθέτιδας. Η μουσική σύνθεση του Κορνήλιου Σελαμσή, σε συνδυασμό με την μουσική του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, έδεναν αρμονικά με όλο αυτό το μοναδικό σκηνοθετικό σύνολο.   



Ο πιο γερός άσσος, μιας που σε αυτό στηρίζεται όλο το έργο, είναι οι ερμηνείες όλης της ομάδας Patari Project (Γιάννη Γιαννούλη, Θεοδόση Κώνστα, Θάνο Λέκκα, Κατερίνα Μαυρογεώργη, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, Αποστόλη Ψυχράμη) οι οποίοι με πλούσια υποκριτικά μέσα μεταμορφώνονται «μαγικά» σε δέντρα, πρίγκιπες, βασίλισσες, νεράιδες, πηγές, ακόμη και στην μηχανή αναζήτησης της google!!
Μια μοναδική εμπειρία που πρέπει να βιώσουν όλοι οι θεατές, μεγάλοι και μικροί, ανεπιφύλακτα!






Κριτική της παράστασης "Για μια ανάσα"


Ένα έργο πολυεπίπεδο και ανατρεπτικό. Μια έντονα κριτική ματιά στον σύγχρονο κόσμο.  Η απόλυτη θραύση κάθε βεβαιότητας, συλλογικής και ατομικής. Μια πανταχού παρούσα ρευστότητα όπου τα πάντα μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν σε μια εποχή σκοτεινή, μεταβατική και απρόβλεπτη. Οι ζωές μας στενά συνδεδεμένες με αυτό που συμβαίνει συνολικά γύρω μας. Η Άννα (Ελένη Ράντου) έχει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή. Η εξέλιξή της προδιαγράφεται λαμπρή μέσα από μια πανεπιστημιακή σταδιοδρομία.  Η αδερφή της, Η Σόφι, (Ελένη Ουζουνίδου) την θαυμάζει και είναι πάντα δίπλα της. Η κανονικότητα θα ανατραπεί όταν το κακό και το αναπάντεχο θα εισβάλλει στη ζωή της με την μορφή του Φέλις (Αντώνης Καρυστινός), παραπέμποντας ευθέως στον Φάουστ, του Γκαίτε, και θα συμπαρασύρει και τη Σόφι. Η συναρπαστική πλοκή θίγει όλα τα θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα: οι ερωτικές και συναισθηματικές σχέσεις, η δυνατότητα συναισθηματικής προσέγγισης των ανθρώπων, η νοοτροπία και η στάση των δύο φύλων στον έρωτα και τη σεξουαλικότητα και η αναζήτηση της λύτρωσης. Ίσως μια προτροπή ότι πρέπει πλέον να αντικρύσουμε αυτό το άγνωστο που βασανιστικά αναδύεται γύρω μας με μια διαφορετική ματιά. Η αποδόμηση και η κατάρρευση του πολιτισμένου κόσμου, της ίδιας της Ευρώπης, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τα πάντα καταρρέουν. Η οικονομία, οι κανόνες και οι θεσμοί, η αλληλεγγύη και τα ίδια τα ρούχα και η όψη των πρωταγωνιστών. Η κοινωνία μετατρέπεται σε ζούγκλα. Ο καθένας μόνος του εναντίον όλων. Η εκμετάλλευση παντού. Η φυγή παρουσιάζεται ως η αναγκαστική λύση. Με κάθε μέσο και κάθε αντίτιμο. Ευρηματικότατη η αντιστροφή της πορείας. Όχι προς την Ευρώπη, αλλά από την Ευρώπη. Απέναντι στην Αλεξάνδρεια, μια πόλη με μεγάλο πολιτισμικό και συμβολικό φορτίο. Στον αντίποδα του Καβάφη, η πρωταγωνίστρια θα βρει επιτέλους τη δική της ανάσα;
   
Γεράσιμος Γεωργάτος, Από το πρόγραμμα της παράστασης



Η απόδοση και προσαρμογή του κειμένου από την Ελένη Ράντου ήταν κάτι παραπάνω από αριστοτεχνική, σε ένα έτσι κι αλλιώς, αριστουργηματικό κείμενο.  Η σκηνοθετική προσέγγιση του Σταμάτη Φασουλή, πλαισίωνε διακριτικά τον άσσο της παράστασης, δηλ το ίδιο το κείμενο, χωρίς να αφαιρεί, αλλά ούτε και να προσθέτει κάτι σε αυτό. Τα νέον πλαίσια πλαισίωναν  όσο και φώτιζαν τα πρόσωπα του έργου. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ακολουθούσαν κι αυτά την φθίνουσα πορεία των χαρακτήρων, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από το ίδιο το κείμενο, ξεκινώντας από ταγέρ και καταλήγοντας σε ρακένδυτα αποφόρια.  Οι διακριτικές φωτιστικές επιλογές του Σάκη Μπιρμπίλη, ομοίως πλαισίωναν αρμονικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του έργου. Η μουσικές επιλογές της Nalyssa Green άγγιζαν, επίσης διακριτικά, τα λιγότερο ευανάγνωστα σημεία του κειμένου, φωτίζοντας απαλά κάποιες καίριες στιγμές του έργου. Η κινησιολογική διδασκαλία του Χρήστου Παπαδόπουλου απέδωσε καρπούς, χαρτογραφώντας κάθε κρυφή πτυχή των χαρακτήρων, μιας που πάνω σε αυτό βασίζεται η απόδοση αυτών και των ευρέων συναισθηματικών τους διακυμάνσεων. Τα κοινωνικά συμφραζόμενα του σήμερα ήταν πασίδηλα κάθε στιγμή, άρωντας εικόνες από τη μνήμη του θεατή και επανατοποθετώντας τες επί σκηνής, επαναπροσδιορίζοντας βιώματα και εμπειρίες της καθημερινής αλήθειας, στην οποία εν τέλει δεν υπάρχει καταφύγιο μέσα στην αιχμηρή πραγματικότητα, ο απόηχος της οποίας εύστοχα τοποθετείται μπροστά στα μάτια του ανυποψίαστου κοινού.



Το άρωμα των καθηλωτικών ερμηνειών αποτυπώνεται μέσα από τις συγκλονιστικές στιγμές της Ελένης Ράντου, οι οποίες πραγματικά σου έκοβαν την ανάσα, με γοργές εναλλαγές από το κωμικό στο δραματικό και ξανά πίσω, που όμοιές τους δεν έχω ξαναβιώσει σε αθηναϊκή σκηνή. Μεστή και ακριβέστατη ήταν και η ερμηνεία της Ελένης Ουζουνίδου, ως τραγική φιγούρα που συμπαρασύρεται από τη δίνη της τραγικότητας της αδερφής της. Ο Ηλίας Μελέτης, παρ’ όλη την σύντομη παρουσία του επί σκηνής, καταφέρνει με λιτά αλλά εξαιρετικά υποκριτικά μέσα, να κερδίσει τις εντυπώσεις με άψογη ερμηνευτική επάρκεια.Η αισθηματική δοτικότητα δε βρίσκει πλέον αποδέκτη, σε μια αφόρητα δυσβάσταχτη και ζοφερή πραγματικότητα, ο απόηχος της οποίας ηχεί στο νου μου ακόμη και σήμερα, αρκετές μέρες μετά την παράσταση. Πόσοι άλλωστε δεν έχουν εκδιωχθεί από το άλλοτε ανέστιο βασίλειο του έρωτα;    
Εν κατακλείδι, δεν είμαι καθόλου σίγουρη εάν ο Φέλις ήταν εν τέλει δαίμονας ή όχι, ή μήπως τελικά αντιπροσωπεύει τον προσωπικό δαίμονά μας και πρέπει εμείς στο τέλος να αναμετρηθούμε μαζί του…    



Από το χάος γεννήθηκε ο έρωτας, αφηγείται η αρχαία ελληνική μυθολογία. Μια δύναμη που συνέχει και συνεπαίρνει τα πάντα. Είναι όμως δύναμη της τάξης ή της αταξίας; Σίγουρα είναι δύναμη της έλξης των αντιθέτων. Άρρεν – θήλυ, κατά τον Ηράκλειτο, σύζευξη των βιολογικά αντιθέτων. Αλλά και η σύζευξη για την απόδραση από το κενό και την αμηχανία του θανάτου για ομόφυλους και ετερόφυλους. Για την υπέρβασή του, για να θριαμβεύσει η ζωή με όλη της την ένταση. Είναι το πάθος για την αρχέγονη ένωση και ολοκλήρωση, να γίνεις ένα με τον άλλο, να του δίνεις και να σου δίνει σε μια διαρκή ενότητα, επικοινωνία και ανταλλαγή. Και αν οι επιθυμίες δεν συγκλίνουν, αν είναι αντίρροπες; Τότε εισβάλλει ο δόλιος και ραδιούργος δαίμονας. Ο άλλος δεν υπάρχει ως ολοκληρωμένη οντότητα. Υπάρχουν μόνο επιμέρους πλευρές του για την ικανοποίηση πρωταρχικών ενστίκτων και επιθυμιών. Ο άλλος μετατρέπεται σε αντικείμενο χρήσης. Χειραγωγείται. Όμως ο δαίμονας και η πανουργία του κρύβονται μέσα μας. Η κόλαση δεν είναι ο άλλος. Είναι ο εαυτός μας. Είναι οι ρηγματώσεις στην ψυχοδομή μας που αφήνουν ανοικτή την πόρτα στο κακό να εισβάλλει μέσα μας και να μετατρέψει τον έρωτα σε οδύνη, σε δύναμη αυτοδιάλυσης και αποδόμησης. Μέχρι να στρέψουμε το βλέμμα μας στον εσωτερικό εαυτό μας, αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας δαίμονες. Να επανατοποθετηθούμε, να επαναοριοθετηθούμε, και να πάρουμε μια βαθιά ανάσα για μια νέα αρχή. Μια διαδρομή πραγματικά κολασμένη…  
  
Γεράσιμος Γεωργάτος, Από το πρόγραμμα της παράστασης

«Μαθαίνουμε τον εαυτό μας μέσα από τους άλλους» Ζ. Π. Σάρτρ





Monday, March 20, 2017

Κριτική της παράστασης "Πνεύμονες"

http://www.theatromania.gr/kritiki-gia-tin-parastasi-pnevmones/

Τελικά, έχω με βεβαιότητα καταλήξει ότι δεν είμαι «φαν» των υπερπαραγωγών, με grande σκηνικά, κοστούμια και χορευτικά. Ο Ντάνκαν Μακ Μίλαν, επικεντρώνεται στην ουσία του θεάτρου διερευνώντας τη θεατρική γραφή, απογυμνωμένη από υποδείξεις: «Το έργο γράφτηκε για να παιχτεί σε άδεια σκηνή. Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν έπιπλα, ούτε φροντιστήριο, ούτε παντομίμα. Δεν υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών. Το φως και ο ήχος δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αλλαγή στον χρόνο ή στον χώρο». Ένα τέτοιο θέατρο είχα τη χαρά να παρακολουθήσω στον πολύ ζεστό και φιλικό χώρο του Tempus Verum Εν Αθήναις, όπου είχαμε και την ευχαρίστηση να απολαύσουμε το έργο πίνοντας την ωραιότατη σπιτική τους sangria, που παρασκεύαζαν την ίδια στιγμή, και άξιζε απόλυτα την (μικρή) αναμονή. Όμορφος χώρος, καλό κρασί και υπέροχη παράσταση, το τρίπτυχο της επιτυχίας.



Η παράσταση ξεκινά και τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ: είμαστε ένα, κοινό και ηθοποιοί. Το σκηνικό, του Μιχάλη Σαπλαούρα, ως σύμβολο, ένας γκρι τάπητας σε κομμάτια, όπου στήνεται αρχικά κομμάτι – κομμάτι, όπως και η ζωή των νεαρών ηρώων, για να «ξεστηθεί» εν τέλει στο τέλος του έργου.



Η Βάσω Καβαλιεράτου παίρνει λίγο περισσότερο την παράσταση πάνω της, κλέβοντας ελάχιστα τις εντυπώσεις από την συμπρωταγωνιστή της, Αποστόλη Τότσικα, σε μια εξαίρετη εκφορά του λόγου, εκφωνώντας σχεδόν με μιαν ανάσα ένα σημαντικό μέρος του κειμένου, αξιοποιώντας στο έπακρο αμφότεροι όλα τα εκφραστικά τους μέσα, σώμα και λόγο, υπό την κινησιολογική καθοδήγηση του Δημήτρη Λάλου. Πυκνές, ακριβείς και εύστοχες και οι δύο ερμηνείες, αναδεικνύοντας οικείες και αναγνωρίσιμες καταστάσεις που δημιουργούνται στη σκηνή και αρύονται εικόνες και εμπειρίες της καθημερινής αλήθειας, μέσα από εύλογα συμπεράσματα και απλούς προβληματισμούς, στις οποίες εν τέλει καταφεύγει πιο εύκολα ο θεατής, μέσα από την ταύτιση και τελικά την τέρψη μέσω της κάθαρσης, κάνοντας το οποιοδήποτε σκηνικό να φαντάζει τελικά περιττό. Τα κοστούμια, επίσης του Μιχάλη Σαπλαούρα, απλή, καθημερινή ενδυμασία δύο νέων, και η ευρηματική χρήση ενός unisex καρό πουκαμίσου, το οποίο κατά τη διάρκεια της παράστασης μεταμορφώνεται εύχρηστα σε ομπρέλα, πετσέτα και σκέπασμα. Οι μπρεχτικοί φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλη, απλά φώτιζαν όσα έπρεπε να δούμε, χωρίς να υποδηλώνουν οποιαδήποτε αλλαγή.



Εν κατακλείδι, η παράσταση αυτή σημειολογικά αποτελεί ότι αρτιότερο έχουμε δει στην σκηνή κατά τη διάρκεια αυτής της θεατρικής σεζόν. 


Friday, March 17, 2017

Κριτική της παράστασης "Καλιγούλας"



 Στα θεατρικά έργα του Καμύ, η δραματουργική κατάληξη των δραματικών προσώπων είναι ο σπαραγμός. Ο Καλιγούλας είναι ένα γνήσιο παράδειγμα Διονυσιακού αρχέτυπου, το οποίο επιδιώκει την απόλυτη ελευθερία και την κατάκτηση της αθανασίας. Κατά τον Καμύ, η έννοια του παραλόγου συνιστάται σε αυτήν ακριβώς την ενσυνείδητη ματαιοπονία του ανθρώπου, ενώ ο αγώνας διαφυγής από το παράλογο ορίζεται από τα είδη του σπαραγμού που τον ερμηνεύουν. Η φιλοσοφία, λοιπόν, του έργου, ξεκινά από τη βαθειά γνώση του Καμύ για τα διδάγματα της Διονυσιακής θρησκείας και την πλούσια σημασία των συμβόλων αυτής. Ο θάνατος της αδερφής και ερωμένης Δροσίλλας προξενεί το σπαραγμό του Καλιγούλα, και με αυτή την αφετηρία μιας σειράς εξωτερικών τελετουργικών σπαραγμών, όπου τα εξιλαστήρια θύματα προδικάζουν τον δικό του θάνατο στην τελευταία πράξη του έργου. Η σελήνη, η Διονυσιακή μητέρα, όπως για τον αρχαίο θεό εξασφάλιζε την αθανασία, έτσι κι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας οραματίζεται μια σεληνιακή αρμονία ως διάδοχο των αιματηρών θυσιών. Ως κυρίαρχο σύμβολο την μεταχειρίζεται και η σκηνοθέτης στην σκηνή. Παράλληλα με αυτή, η ύπαρξη του καθρέφτη, σύμβολο λατρείας του Διόνυσου, αποτελεί έμμονη ιδέα για τον Καλιγούλα. Η παρουσία του καθρέφτη στη σκηνή, αρχικά ενοχλεί τον Καλιγούλα και στο τέλος τον τρελαίνει, καθώς η ύπαρξη του ειδώλου παρεμποδίζει την ένωσή του με το σύμπαν.Τον σπαραγμό οραματίζεται ο αυτοκράτορας από την πρώτη πράξη του έργου και τον προετοιμάζει στην Τρίτη πράξη, όπου εμφανίζεται ως Αφροδίτη.

Μ. Κουτσουδάκη, Το Διονυσιακό Θέατρο του Αλμπέρ Καμύ, «Η Λέξη», τεύχος 69-70, 1987, σελ. 1018-1025  



Στο ξεκίνημα της παράστασης, οι ερμηνείες σου άφηναν την αίσθηση ότι οι ηθοποιοί αισθάνονταν μια αβεβαιότητα, κάτι που ευτυχώς ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα. Από τις ερμηνείες, ξεχωρίζω αυτή την μεστή και ακριβή του Ιερώνυμου Καλετσάνου, ο οποίος με κέρδισε, όπως άλλωστε συνέβη και στον Άμλετ.
Η σκηνική επιλογή του καθρέφτη, αλλά και της οθόνης, υπερτόνιζε της διαστρέβλωση της πραγματικότητας και της μοναξιάς, αποδεικνύοντας ότι το σκηνοθετικό σχέδιο απέδωσε καρπούς. Η μεταστροφή του Σκιπίωνα μετά τον φόνο, όπου μεταστρέφει το μαχαίρι σε παρήγορο χάδι στον ώμο, ερμήνευσε με απλό και πειστικό τρόπο μια σκηνή που διαφορετικά θα μπορούσε να χαθεί στο περιθώριο.



Η άρτια χρήση των φωτισμών του Αλέκου Γιάνναρου απέδωσε στο έπακρο την ατμόσφαιρα του έργου, μεταμορφώνοντας σε πολλές στιγμές εύστοχα τη σκηνή σε ένα απόλυτα κινηματογραφικό background, ειδικότερα με την προβολή της σελήνης στο πίσω μέρος της σκηνής. Το απόλυτο και ευφυές τσαλάκωμα του ήρωα μεταμορφώνοντάς τον σε Αφροδίτη επί σκηνής, ειδικότερα τη στιγμή του χορού μέσα από τα πέπλα, όπου με λιτά υποκριτικά μέσα μας θυμίζει ότι ο ίμερος σβήνει σαν την σελήνη. Η σκηνή του βαψίματος των νυχιών, κωμικά κι ευφάνταστα, αναδεικνύει το πρότυπο του θηλυπρεπή νεανία Διονύσου, μέσα από τις κινησιολογικές οδηγίες του Νίκου Δραγώνα. Η στυλιζαρισμένη κίνηση του δείκτη του Καλλιγούλα, μου θύμισε αυτήν του Ριχάρδου Β’, όπου υποτάσσει τους πάντες με μια απλή και σύντομη κίνηση του χεριού. Γρήγορα, λιτά κι ευφάνταστα στήθηκε επίσης και η σκηνή του τραπεζιού.



Η μουσική του Blaine Reininger αποτελεί το μεγάλο ατού της παράστασης, με τη στιγμή του τραγουδιού να μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη και μυστικιστική. Ωστόσο, όταν ο Καλλιγούλας κρούει το γκονγκ, το οποίο υπερκαλύπτει τον ήχο της φωνής του, ήταν μια μάλλον άτυχη επιλογή ηχητικού μέσου.



Τα ουδέτερα χρώματα των αρχικών κοστουμιών της Μαρίνας Χατζηλουκά, λευκό, κόκκινο, γκρι, μαζί με το επιβλητικό μαύρο στη συνέχεια, αποσαφηνίζουν τη διαχρονική κλίμακα, αποφεύγοντας τον κίνδυνο εξηγήσεων.
Τα σκηνικά του Πάρη Μέξη χαρτογραφούν κι αυτά από την πλευρά τους τον διονυσιακό μαρασμό του ήρωα και τα λιγότερο ευανάγνωστα σημεία του κειμένου.



Ένα συνολικό αποτέλεσμα που άγγιξε τα σημεία της απαρχής της ανθρώπινης ζωής, υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα της Αλίκης Δανέζη – Κνούτσεν, αφήνοντάς μας μια γλυκερή επίγευση.

Ο όρος ‘παράλογο’ απέκτησε άλλη σημασία από όταν ο Αλμπέρ Καμύ μας έμαθε να διακρίνουμε παραδοξότητα σε πράξεις που πριν εκλαμβάνονταν σοβαρά…